Ο Μανώλης Ζώρζος έχει
δημιουργήσει στο εργαστήριό του στην Ερμούπολη έναν μικρό στόλο από μοντέλα
όλων των τύπων παραδοσιακών σκαφών
Λεπτομέρεια από το εργαστήριο του
Μανώλη Ζώρζου στη Σύρο. Επάνω αριστερά, ένα από τα «μισομόντελα» του πατέρα του
και δεξιά, μια φωτογραφία με το αγαπημένο του σκεπάρνι. (Φωτογραφίες: Έβελυν
Φωσκόλου)
Δημήτρης Καραΐσκος20.08.2024 •
20:33
Λίγα μέτρα δίπλα από τις
εγκαταστάσεις του Νεωρίου και τον Ταρσανά της Ερμούπολης, της πόλης-θαύμα
του 19ου αιώνα που κάποτε υπήρξε το μεγαλύτερο ναυπηγικό κέντρο της
Μεσογείου, βρίσκουμε στο εργαστήρι του έναν άνθρωπο που εκπροσωπεί επάξια την
ελληνική ναυτοσύνη. Πρόκειται για τον συνταξιούχο πλοίαρχο του Εμπορικού
Ναυτικού και ξυλοναυπηγό Μανώλη Ζώρζο, γιο του Ιωάννη Ζώρζου, ενός από
τους πιο ξακουστούς παραδοσιακούς ναυπηγούς του Αιγαίου του 20ού αιώνα, ο
οποίος, όπως συνηθίζεται στους νησιωτικούς τόπους όπου όλοι έχουν ένα
παρατσούκλι, είχε γίνει γνωστός ως «Φουσκής».
Η παλιά επιγραφή
του οικογενειακού ναυπηγείου έχει ακόμα γραμμένο το παρωνύμιο πάνω
στο ξύλο, με τα κομψά, χειροποίητα γράμματα μιας άλλης εποχής. Επιβιώνει ακόμα
μαζί με το «μαγαζί», όπως το αποκαλούν ο ίδιος και ο μικρότερος αδερφός του
Νίκος, που στα ικανά του χέρια συντηρούνται εδώ και χρόνια ξύλινα σκαριά
της Σύρου και των γειτονικών νησιών. Ο καπτά Μανώλης δεν έχει
σταματήσει να σκαρώνει. Για την ακρίβεια, έχει φτιάξει στο εργαστήρι του έναν
μικρό στόλο από μοντέλα όλων των τύπων παραδοσιακών σκαφών, σε μια μοναδική στη
χώρα (και ίσως και στον κόσμο) απόπειρα να κωδικοποιήσει σε χειροπιαστή, μικρή
κλίμακα όλη την «Τέχνη», όπως ο ίδιος λέει, τονίζοντας πάντα το κεφαλαίο «Τ»
στην αρχή της λέξης.
O καπτά Μανώλης Ζώρζος μπροστά από ένα από τα περίτεχνα μοντέλα του,
συγκεκριμένα το πλωριό τμήμα ενός «περάματος», ενός τυπικού αιγαιο-πελαγίτικου
φορτηγού σκάφους.
Τα τελευταία χρόνια έχει ρίξει
στο νερό μερικά πανέμορφα, αξιόπλοα σκάφη, ανάμεσα στα οποία και την
αριστουργηματικά σχεδιασμένη και φινιρισμένη «Αλεξάνδρα», ένα υδραίικο
σκαρί αρματωμένο με το πιο γοητευτικό και αξιόλογο μεσογειακό πανί, το λατίνι.
Είναι όμως η λεπτομερής μικροναυπηγική του που πρωταγωνιστεί τα τελευταία
είκοσι χρόνια στις ώρες της δημιουργίας του.
Ξεκινώντας το 2002, όταν βγήκε
στη σύνταξη μετά από μισό αιώνα καπετανοσύνης σε κάθε γωνιά του κόσμου και της
Ελλάδας, βάλθηκε να κατασκευάσει και να φιλοτεχνήσει με απόλυτη, ρεαλιστική
ανταπόκριση στο πραγματικό μέγεθος καθένα από τα σκαριά μας. Ο βαρκαλάς, η
πάσαρα, το τρεχαντήρι, η λάντζα (ακριβές αντίγραφο των τόσων που σκάρωσε ο
πατέρας του για τη Μύκονο και τις τουριστικές της ανάγκες, με το χαρακτηριστικό
ανάγλυφο αστεράκι-σήμα κατατεθέν του στην πλώρη), η τράτα, το τσερνίκι –ακόμα
και το καραβόσκαρο, δύσκολο λόγω της ιδιαίτερης πρύμης του–, όλα τους
βρίσκονται στο εργαστήρι του, αρκετά μικρά ώστε να λέγονται μοντέλα, αλλά και
αρκετά μεγάλα ώστε να μπορούν να μοιάζουν με αληθινά σκάφη, εφόσον φέρουν πάνω
τους κάθε λεπτομέρεια που έχουν και τα πραγματικά. Τον φιλόξενο χώρο του
επισκέπτονται συχνά μαθητές από σχολεία και γκρουπ τουριστών, έχοντας έτσι την
ευκαιρία να θαυμάσουν μέσα σε ένα αυτοσχέδιο «μουσείο» ένα συνοπτικό
πανόραμα της ξυλοναυπηγικής μας.
«Όταν έρχονται εδώ οι ξένοι
επισκέπτες και κάτοικοι της Ερμούπολης, τρελαίνονται! Την επόμενη μέρα φέρνουν
και τα παιδιά τους να τα δουν», μας λέει. «Οι Αμερικανοί, οι Άγγλοι και οι
Γάλλοι που επισκέπτονται τη Σύρο έχουν μεγάλη ναυτική παράδοση, αλλά μέσα από
αυτά τα μοντέλα μπορούν εύκολα να μάθουν τα δικά μας σκαριά, που τους είναι
εξωτικά, πρωτόγνωρα. Πολλοί μου λένε πως είναι τα πιο ωραία ξύλινα σκάφη που
έχουν δει σε όλο τον κόσμο», μας εκμυστηρεύεται, ενώ τονίζει πως αυτή η δουλειά
«δεν μπορεί να γίνει χωρίς πάθος και αγάπη».
Μία από τις αγαπημένες γάτες του καπτά Μανώλη.Την ίδια στιγμή, οι παραδοσιακοί
ναυπηγοί που έχουν απομείνει στην Ελλάδα είναι ελάχιστοι. «Δεν πρέπει να
είμαστε πάνω από πενήντα», μας λέει ο έμπειρος ναυπηγός. «Όσο για τα ενεργά
ναυπηγεία, δεν ξεπερνούν την εικοσάδα». Οι λόγοι του μαρασμού είναι πολλοί –
ανάμεσά τους η επικράτηση των πολυεστερικών σκαφών και ο παράλογος, σκληρός
κανονισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την καταπολέμηση της
υπεραλίευσης, που επιδοτεί αδρά τους επαγγελματίες ψαράδες όταν σπάνε τα σκαριά
τους.
Αχνοφαίνεται όμως τα τελευταία
λίγα χρόνια μια ελπίδα, με πρωτεργάτες ανθρώπους όπως ο αρχιτέκτονας Κώστας
Δαμιανίδης, υπεύθυνος του νεότευκτου Μουσείου Ναυπηγικών και Ναυτικών
Τεχνών του Αιγαίου στη Σάμο, το οποίο σύντομα θα εγκαινιάσει στους χώρους του
και την πρώτη πιστοποιημένη εκπαιδευτική δομή ξυλοναυπηγικής στη χώρα. Ευτυχώς,
υπάρχουν και οι νέοι ναυπηγοί, που με πάθος συνεχίζουν στην πράξη την παράδοση,
ανάμεσά τους και ο Σαμιώτης Κωνσταντίνος Χωριανόπουλος, που
δραστηριοποιείται στις εγκαταστάσεις της Patmos Marine.
Το μοντέλο ενός βαρκαλά εκτίθεται στον Επιβατικό Σταθμό του λιμανιού της
Ερμούπολης.
Δεν είναι επίσης λίγοι και οι
καπετάνιοι που δίνουν δεύτερη νιότη σε παλαιότερα ξύλινα σκάφη ή σκαρώνουν νέα,
λειτουργώντας τα ως τουριστικά ή ιστιοπλοϊκά. Έχουν καταλάβει πως το πλαστικό
δεν θα μπορέσει ποτέ να αντικαταστήσει το ξύλο και πως η πλεύση πάνω σε ένα
παραδοσιακό σκαρί προσφέρει μια άλλη σχέση με τη ναυτοσύνη, μια κορυφαία
εμπειρία στα ελληνικά νερά. Η νέα τάση (και ανάγκη) για βιώσιμη ανάπτυξη και
οικολογική συνείδηση δίνει με τη σειρά της μια ανάσα ζωής στον χώρο.
Θεματοφύλακας, με τη σειρά του,
της ξυλοναυπηγικής των Κυκλάδων, ο καπτά Μανώλης και τα περίτεχνα μοντέλα του
είναι τα απόλυτα, τα πιο πιστά σύμβολα μιας ναυτικής Ελλάδας που παλεύει
να κρατηθεί ζωντανή. Περιτριγυρισμένος από τις αμέτρητες γάτες του,
συριανά αδέσποτα που έχει υιοθετήσει και λατρεύει (και τα οποία συχνά
σκαρφαλώνουν και κοιμούνται πάνω στα καταστρώματα των μοντέλων του), με την
ευγένεια ενός παλιού τζέντλεμαν και την αρχοντιά ενός έμπειρου καπετάνιου λέει
πως «τίποτα ακόμα δεν έχει χαθεί», ελπίζοντας πως κάποτε ο μικρός,
αριστουργηματικός του στόλος, αυτή η κιβωτός της μεγάλης μας «Τέχνης», θα
βρει τη θέση του σε έναν ιδιωτικό, μόνιμο εκθεσιακό χώρο.
kathimerini.gr