Μια ιστορία που τα έχει όλα. Λαθρεμπόριο με πρακτικές ανταγωνισμού ελληνοϊταλικής μαφίας. Κρυφά ταξίδια μεταξύ Αφρικής και ιταλικού νότου, μέχρι τις απόκρημνες ακτές των νησιών του Ιονίου. Και, όπως συμβαίνει συχνά σε αυτές τις «ιστορίες», διαφωνία στη μοιρασιά, ομηρία με όπλα και «πειρατεία». Και, τελικά, την «κάθαρση», με τη θαλάσσια περιπέτεια να καταλήγει σε ένα πραγματικό ναυάγιο, το οποίο πλέον στέκει σε μια ακτή του Ιονίου και είναι ένα από τα εμβληματικότερα του κόσμου.
Ο λόγος φυσικά για το Ναυάγιο της Ζακύνθου, το πασίγνωστο αξιοθέατο της Μεσογείου, που έχει καταστήσει τη συγκεκριμένη -απρόσιτη πια για τους πεζούς- παραλία ως το σήμα κατατεθέν για ολόκληρη τη χώρα.
Το Ναυάγιο, αφημένο σε αυτή τη γωνιά της Ζακύνθου από ένα χτύπημα, όπως θα δούμε, της μοίρας, σήμερα κινδυνεύει να αποτελέσει παρελθόν και να χαθεί στη λήθη της ιστορίας. Τα 40 χρόνια είναι πολλά για τις σκουριασμένες και δαρμένες από τον ήλιο και το αλάτι λαμαρίνες και, εάν δεν γίνει κάτι, τότε θα βυθιστεί στην άμμο πια, αφού γλίτωσε από τον βυθό του Ιονίου...
Οι τοπικές αρχές δε, αν και αναγνωρίζεται καθολικά η αξία του, βρίσκονται σε αντιμαχίες περί του ιδιοκτησιακού της περιοχής και άρα και του Ναυαγίου (Δήμος, εκκλησία, ιδιώτες και… εμίρηδες ερίζουν για την κατοχή του), και όπου επικρατούν τέτοιες καταστάσεις, παραδοσιακά, το αποτέλεσμα είναι η περιουσία του ελληνικού λαού να παραμένει ανεκμετάλλευτη και να ρημάζει, μέχρι, εν προκειμένω, την τελική καταστροφή...
Το zougla.gr φέρνει στο φως της δημοσιότητας, για πρώτη φορά, όλες τις λεπτομέρειες για τα δραματικά, όπως θα δείτε, γεγονότα που οδήγησαν τον «Παναγιώτη», όπως λέγεται το πλοίο, να ναυαγήσει στην άσημη και άγνωστη μέχρι τότε ξέρα της Ζακύνθου.
Ο σκοπός είναι τα στοιχεία, οι καταθέσεις όλων των εμπλεκομένων στο Λιμενικό, τα πρώτα σήματα των αρχών και οι αρχικές εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης, όπως και άλλες, άγνωστες «κινηματογραφικές» πτυχές αυτής της σύγχρονης «πειρατικής» ιστορίας να αποτελέσουν πια σελίδες της μοντέρνας ιστορίας του νησιού. Και να αναδειχτεί, βεβαίως, η σημασία της διάσωσής του...
|
Για την παρουσίαση του θέματος αναλύθηκαν στοιχεία, αυτοψίες και οι καταθέσεις των εμπλεκομένων για τα γεγονότα του 1980 που οδήγησαν στο εμβληματικό ναυάγιο
Τα ανέκδοτα στοιχεία αυτά αποτελούν προϊόν πολύμηνης έρευνας, σε τέσσερις εμπλεκόμενες χώρες (Ελλάδα, Ιταλία, Τυνησία και Μάλτα) του ειδικού ανελκυστή-πραγματογνώμονα και επιθεωρητή πλοίων Γεώργιου Αντωνάτου, ο οποίος διαθέτει πολυετή και διεθνή πείρα για ζητήματα καθέλκυσης πλοίων, όσο και ανέλκυσης ναυαγίων.
Η πραγματική ιστορία του ναυαγίου
Ας πάρουμε τα γεγονότα από την αρχή, κι ας αφηγηθούμε την ιστορία, όπως προκύπτει από τις καταθέσεις των 9 μελών του πληρώματος (οι επτά Έλληνες και οι δύο Ιταλοί).
Στις 13 Σεπτεμβρίου του 1980 το εμπορικό πλοίο «Παναγιώτης», αραγμένο στο Αργοστόλι, ετοιμάζεται να αποπλεύσει για τον Πειραιά, όπου θα λάμβανε προμήθειες, για να συνεχίσει ένα συνηθισμένο ταξίδι του. Το σχέδιο όμως αλλάζει. Πλοιοκτήτης και πλοίαρχος φαίνεται ότι πραγματοποιούν μια συμφωνία κάτω από το τραπέζι με την... Καμόρα της Ιταλίας, αλλάζουν τη σύνθεση του σκάφους την τελευταία στιγμή χωρίς να δηλώσουν τους πραγματικούς επιβαίνοντες στο λιμενικό ως όφειλαν, και το πλοίο αναχωρεί τελικά με προορισμό κατευθείαν τα ανοιχτά της Τυνησίας.
Γιατί εκεί; Διότι εκεί είχε κλειστεί το «ραντεβού» για παραλαβή 1.295 κουτιών τσιγάρων. Η κάθε κούτα περιείχε 50 πακέτα τσιγάρα και η συνολική αξία τους ανερχόταν στα 200.000 δολάρια, ένα ποσό ιδιαίτερα μεγάλο για την εποχή, αφού, αν όλα αυτά διοχετεύονταν στην ιταλική αγορά αφορολόγητα, το κέρδος για τον μεταφορέα (δηλαδή τον λαθρέμπορο) καθιστούσε το ρίσκο άξιο να αναληφθεί…
Το πλήρωμα:
Όπως συνέβαινε όμως και με τις συμφωνίες των πειρατών κάποτε στη Μεσόγειο, έτσι και με τους πιο σύγχρονους λαθρέμπορους, ο «λόγος» και η «μπέσα» μάλλον δεν έχουν θέση μπροστά στο εύκολο και άμεσο κέρδος που μπορεί να βγάλει ο καθένας για τον εαυτό του. Αρκεί να γίνει ο νομέας της λείας και να την πουλήσει με τους δικούς του όρους, στον δικό του πελάτη.
|
Ομολογία των κρυφών σχεδίων κλοπής του πολύτιμου φορτίου, από τους Ιταλούς συνοδούς του...
Ο «Παναγιώτης» κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του περνάει από έλεγχο της ιταλικής ακτοφυλακής, ανοιχτά της Νάπολης, δεν φαίνεται όμως να υπάρχει κανένα παράπτωμα. Λίγο αργότερα ανεβαίνουν με βάρκα δύο Ιταλοί, που θα έπαιζαν τον ρόλο των μεσαζόντων και των ελεγκτών, ώστε να σιγουρευτούν ότι το φορτίο από την Αφρική θα έφτανε στην Ιταλία…
Το πλοίο συνεχίζει το ταξίδι του και ανοιχτά της Τυνησίας πια δένει δίπλα του το σκάφος «Σαν Τζόρτζιο», το οποίο του παραδίδει το εμπόρευμα. Επόμενος προορισμός, το λιμάνι Βάια της νότιας Ιταλίας.
|
Τα 1.895 κουτιά τσιγάρα μεταφέρονται από το "Σαν Τζώρτζιο" στο "Παναγιώτης", κάπου ανοιχτά της Αφρικής
Η «πειρατεία» του πλοίαρχου
Ή, τουλάχιστον, έτσι ήταν προγραμματισμένο… Υπερίσχυσε, ωστόσο, το… δαιμόνιο του πειρατή. Ο Έλληνας πλοίαρχος, με την πρόφαση ότι δεν έχει πληρωθεί ο ναύλος του πλοίου από τους Ιταλούς συνεργάτες, σε συνεννόηση με τον πλοιοκτήτη, παίρνει… ομήρους ουσιαστικά τους δύο Ιταλούς που ήταν μέλη του πληρώματος και το πλοίο αρχίζει να κατευθύνεται προς τα ελληνικά χωρικά ύδατα, με άγνωστο ακόμη προορισμό…
Νωρίτερα, προσπάθησε μάλλον να εκβιάσει, στέλνοντας μια Ελληνοϊταλίδα συνεργάτιδά του να ζητήσει επιπλέον 16.000 δολάρια από τους Ιταλούς συνεργάτες του για το ταξίδι αυτό…
Το αρχικό σχέδιο ήταν να παραδοθεί το φορτίο σε Ιταλούς λαθρέμπορους, ανοιχτά της Νάπολης...
Μόλις οι Ιταλοί μαθαίνουν την αλλαγή σχεδίων, αντιδρούν και φέρνουν αντιρρήσεις. Τότε ο πλοίαρχος αποσπά, κατά μία εκδοχή από τους ίδιους(!) ένα όπλο τύπου Beretta και τους απειλεί. Κατά άλλη εκδοχή, το όπλο ήταν δικό του και τους απείλησε ευθέως. Στη συνέχεια δίνει εντολή στα μέλη του πληρώματος και τους κλειδώνουν στις καμπίνες τους.
|
"Έχω γυναίκα και παιδιά, τι πας να κάνεις", λέει ο Ιταλός στον πλοίαρχο, όταν τον απείλησε με το όπλο
|
"Προσπάθησα να τον πείσω ότι αυτό που κάνει είναι έγκλημα και θα μπει στη φυλακή"
Εκεί θα παραμείνουν για το υπόλοιπο ταξίδι μέχρι και την πρόσκρουση του πλοίου στα βράχια, με μέλη του πληρώματος να τους συνοδεύουν υπό την απειλή όπλου στην τουαλέτα και να τους ταΐζουν από το… φινιστρίνι… Κατά άλλη μαρτυρία, όμως, ο πλοίαρχος «δεν τους κακομεταχειρίστηκε και μάλιστα έτρωγαν κι αυτοί μαζί με όλους τους υπόλοιπους στην τραπεζαρία»…
«Δεν υπεξαιρέσαμε το φορτίο από τους Ιταλούς. Γυρίσαμε στην Ελλάδα μέχρι να πληρώσουν τον ναύλο» λέει παρ΄ όλα αυτά στην κατάθεσή του ο Βαρβατάκος…
Και, κατά τη μαρτυρία του, η απειλή με το όπλο δεν ήταν ακριβώς απειλή:
Το σχέδιο ήταν να παραδοθεί το φορτίο σε άλλο καράβι, εντός των υδάτων του Ιονίου. Η μηχανή όμως «αγκομαχεί» μέχρι να οδηγηθεί το πλοίο στα ελληνικά νερά, με συνεχείς βλάβες, που αποτελούσαν και το προμήνυμα αυτού που επρόκειτο να συμβεί…
Από τον ασύρματο του «Παναγιώτης» εκπέμπεται διαρκώς το συνθηματικό «Πέπε-πέπε», το οποίο, κατόπιν των συνεννοήσεων μεταξύ των λαθρέμπορων, θα γινόταν αντιληπτό από το έτερο καράβι που θα παραλάμβανε το φορτίο. Πράγματι, το άλλο, άγνωστο καράβι πιάνει το σήμα και απαντάει με τις συντεταγμένες όπου θα γινόταν η συνάντηση.
Το «Παναγιώτης» βρίσκεται πάλι εν πλω για τον νέο του προορισμό. Οι ώρες περνούν, όμως, και τελικά ο μηχανικός ενημερώνει ότι χρειάζεται επειγόντως επισκευή της μηχανής για να μη σβήσει οριστικά. Εν τω μεταξύ, ο πλοιοκτήτης τούς στέλνει μια βάρκα με τρεις άνδρες με τρόφιμα. Εις ένδειξη ευγνωμοσύνης για τον κόπο τους, οι άνδρες που παρέδωσαν τα τρόφιμα λαμβάνουν 6 κούτες τσιγάρα από το πλούσιο εμπόρευμα…
Ο «Παναγιώτης» μένει ακυβέρνητος
Φτάνει το βράδυ της 1ης Οκτωβρίου 1980. Το πλοίο βρίσκεται ανοιχτά της Ζακύνθου. Ο καιρός είναι κακός και οι άνεμοι ισχυροί. Οι περισσότεροι κοιμούνται μέσα στο πλοίο. Από το μηχανοστάσιο ακούγεται ένας εκκωφαντικός κρότος - ήταν ο επιθανάτιος ρόγχος της μηχανής. Το πλοίο μένει ακυβέρνητο.
Ο Αίολος, πλέον, είναι ο κυβερνήτης του «Παναγιώτης» και αποφασίζει να το στρέψει προς τα βράχια του απόκρημνου όρμου της Ζακύνθου. Ελάχιστα λεπτά πριν, από τον ασύρματο, ο πλοίαρχος, αγουροξυπνημένος, εκπέμπει SOS, οι μπαταρίες όμως έχουν σωθεί και σταματάει να λειτουργεί. Στη συνέχεια ρίχνει στον αέρα μια ναυτική φωτοβολίδα, η οποία όμως δεν γίνεται αντιληπτή από κανέναν.
|
Η περιγραφή των δραματικών στιγμών πριν την πρόσκρουση
«Κατά τις 04:30 της 02/10/1980 ξύπνησα από ένα τράνταγμα και είδα ότι το καράβι χτυπούσε στα βράχια. Φώναξα στον πλοίαρχο να πετάξω την άγκυρα για να μπορέσει το πλοίο να ορθοπλωρίσει στον καιρό, αυτός μου είπε να μην κάνω τίποτα κι ότι αυτός είναι ο πλοίαρχος. Το καράβι σπρωχνόμενο από τον καιρό προσάραξε - πριν προσαράξει είχαμε ρίξει στη θάλασσα μια σχεδία»...
«Ξύπνησα ένα τέταρτο πριν την προσάραξη, αυτή ήταν η αιτία που σωθήκαμε. Εγώ και ο Πήλος κατεβήκαμε στη μηχανή και στην προσπάθειά μας πήρε 10 στροφές περίπου και το αποτέλεσμα ήταν το πλοίο να ξεφύγει από τα βράχια να προσαράξει σιγά στην άμμο».
|
Λίγα λεπτά πριν από την πρόσκρουση, οι περισσότεροι στο πλοίο κοιμόντουσαν
Οι άνδρες ρίχνουν δύο σωσίβιες λέμβους στη θάλασσα. Δεν προλαβαίνουν να επιβιβαστούν όμως.
«Δεν θα πέφταμε στα βράχια αν ο πλοίαρχος ξυπνούσε νωρίτερα, διότι είχαμε πρύμα» είναι ένα απόσπασμα από τις δραματικές περιγραφές των γεγονότων…
Σημειώνεται ότι ο μάγειρας του πλοίου, αν και είχε αντίθετες εντολές, απελευθέρωσε εγκαίρως τους δύο κλειδωμένους Ιταλούς, οι οποίοι και διασώθηκαν μαζί με τους υπόλοιπους. «Άνθρωποι είναι κι αυτοί» απάντησε στον πλοίαρχο όταν άρχισε να τον βρίζει για αυτή του την ενέργεια…
Ναυαγοί στη Ζάκυνθο
Όλο το πλήρωμα, τυχερό μέσα στην ατυχία του, βρίσκεται σε μια άγνωστη παραλία, μέσα στα σκοτάδια, αλλά όλοι είναι καλά. «Πήραμε κουβέρτες για να κοιμηθούμε και την επόμενη ο πλοίαρχος μας διέταξε να ανοίξουμε τα αμπάρια όπου διαπιστώσαμε ότι είχε πάρει νερό το φορτίο και είχε πέσει προς τα αριστερά. Βγάλαμε στην ακτή 280 χαρτοκιβώτια τσιγάρα, τα οποία σκεπάσαμε με τον μουσαμά του πλοίου»...» είναι η περιγραφή όσων συνέβησαν την επόμενη με το πρώτο φως…
Ο καιρός συνεχίζει ωστόσο να είναι κακός και ως γνωστόν η πρόσβαση με τα πόδια στη συγκεκριμένη παραλία είναι σχεδόν αδύνατη. Οι εννέα άνδρες παραμένουν στην παραλία και περιμένουν για δύο ολόκληρες μέρες, μην μπορώντας να κινηθούν ούτε προς την ξηρά, στα ενδότερα της Ζακύνθου, ούτε προς τη φουρτουνιασμένη θάλασσα, με τις σχεδίες τους.
«Εκεί μείναμε μέχρι τις 03/10 το πρωί, οπότε και ηρέμησε η θάλασσα και τότε φύγαμε με τη λέμβο. Έπειτα από 6 ώρες κουπί, φθάσαμε σε έναν ορμίσκο βορειότερα».
Ο πλοίαρχος νωρίτερα τους διατάζει να περισώσουν ό,τι… σώζεται από το αμπάρι του πλοίου που έχει γεμίσει νερά και υπό τις διαμαρτυρίες των Ιταλών ξεφορτώνουν 280 κούτες στην παραλία.
Οι 9 άνδρες, σε δύο «δόσεις» και με τις σχεδίες, φτάνουν σε άλλον όρμο, κι από εκεί στο χωριό Βολίμες και στη συνέχεια στο λιμενικό για να αναφέρουν το γεγονός, μην μπορώντας φυσικά να κάνουν αλλιώς, αφού το γεγονός του ναυαγίου έχει αρχίσει ήδη να διαδίδεται.
Οδεύοντας προς τα εκεί, μέσα από το λεωφορείο, προλαβαίνει ένας από αυτούς να πετάξει το περίστροφο από το παράθυρο σε ένα χωράφι, το οποίο και δεν βρέθηκε ποτέ…
Σημειωτέον, όπως δηλώνουν, στην παραλία παρέμειναν οι 280 κούτες που σώθηκαν. Πολλές ακόμα, τις βρήκε το λιμενικό να επιπλέουν… Το τελωνείο που έφθασε στην παραλία λίγες μέρες αργότερα, ωστόσο, βρήκε μόνο 28…
Το πλήρωμα ανέφερε ότι κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην παραλία είδε δύο τουλάχιστον σκάφη, σε απόσταση 300 μέτρων, να τους παρατηρούν από μακριά…
Τις υπόλοιπες κούτες τις πήραν οι… ντόπιοι που έφτασαν στο σημείο.
Η συνέχεια είναι λίγο πολύ γνωστή…
Υπήρχε τρόπος να διασωθεί το πλοίο και να μην υπάρξει ναυάγιο; Ακολουθούν οι απαντήσεις μελών του πληρώματος.
Ναύτες δηλώνουν μετανιωμένοι για τη συμμετοχή τους στο συμβάν...
Και βεβαίως, άλλα πράγματα είχαν συμφωνήσει να καταθέσουν την πρώτη φορά, «εν θερμώ» οι Έλληνες του πληρώματος, κι άλλα τελικά κατέληξαν να πουν -μάλλον την αλήθεια- λίγες μέρες αργότερα στις συμπληρωματικές καταθέσεις που διέταξε το Λιμενικό...
Κι οι Ιταλοί αρχικά απέκρυψαν τα πραγματικά γεγονότα, υπό καθεστώς φόβου και απειλής... Δηλώνουν, δε, ότι τα τσιγάρα θα τα παρέδιδαν νόμιμα, πληρώνοντας δηλαδή τους δασμούς, στους συμπατριώτες τους στη Νάπολη...
Η πρώτη έκθεση αυτοψίας του Ναυαγίου:
Δείτε ενδεικτικά κάποια από τα Σήματα του Λιμενικού:
Το zougla.gr επικοινώνησε με τον κάτοικο Ζακύνθου, Διονύσιο Αχτύπη, ο οποίος μαζί με τον πατέρα του ήταν οι πρώτοι που ανακάλυψαν το περίεργο εύρημα στην παραλία «Σπιριλί», όπως λεγόταν τότε. Μας περιγράφει επακριβώς τα γεγονότα του εντοπισμού του, τη μεγάλη έκπληξη που ένιωσαν, όσο βεβαίως και τη δική του γνώμη και γνώση για τη συνέχεια της ιστορίας...
Όπως θεωρεί, το πλοίο βγήκε εσκεμμένα στην παραλία, κατόπιν χειρισμού του πληρώματος, ενώ, όπως διαπίστωσε, το αμπάρι με το φορτίο του παρέμεναν άθικτα. Το ναυάγιο, δε, επηρέασε τη διαμόρφωση της παραλίας! Και ο ίδιος ανησυχεί ότι λόγω της αδιαφορίας των υπευθύνων, ο χρόνος σύντομα θα καταστρέψει ολοσχερώς το πολύτιμο για τους ντόπιους και τον τουρισμό ναυάγιο.