ΑΡΓΩ
Σοβαρό προβληματισμό στον ευρύτερο ναυτιλιακό χώρο έχει προκαλέσει δικαιολογη-
μένα το γεγονός ότι το συλλογικό όργανο των ελλήνων εφοπλιστών, η ΕΕΕ, εμφανίστη-
κε στις αρχές του περασμένου Οκτωβρίου μεταξύ υποψήφιων στόχων τρομοκρατών,
καταγεγραμμένο σε συνωμοτικά σημειώματα μαζί με πρωτοσέλιδο δημοσίευμα ημε-
ρήσιας εφημερίδας που αναφερόταν σε δήθεν χαριστικές πράξεις της κυβέρνησης
όσον αφορά τη φορολογία των εφοπλιστών. Κατά την άποψή μας είναι εξαιρετικά σοβαρό, διότι πρόκειται για το αποτέλεσμα μιας δυσμενούς εικόνας που καλλιεργείται συστηματικά τα τελευταία χρόνια απέναντι στον εφοπλισμό.
Ο χαρακτηρισμός της εμπορικής ναυτιλίας ως ένας από τους σημαντικότερους πυλώνες της εθνικής οικονομίας αποτελεί τη μόνιμη επωδό των εκάστοτε κυβερνώντων. Ουδείς μέχρι σήμερα της αρνήθηκε αυτόν το ρόλο ή υποβάθμισε τη σημασία της, πέρα από την αδιανόητη ενέργεια της κατάργησης του υπουργείου Εμπορικής
Ναυτιλίας από την κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου το 2009. Μια εντελώς άστοχη πρωτοβουλία που ασχέτως εάν αποκαταστάθηκε εκ των υστέρων από την κυβέρνηση του Αντώνη Σαμαρά– είχε μεταξύ άλλων ως φυσικό επακόλουθο την υποβάθμιση στη συνείδηση του κόσμου της σημασίας της ναυτιλίας για τον τόπο μας. Το χειρότερο, διατάραξε άνευ λόγου τις σχέσεις της πολιτείας με τον εφοπλιστικό παράγοντα σε μια εξαιρετικά κομβική συγκυρία για το μέλλον της εθνικής οικονομίας, και συγκεκριμένα λίγο πριν οδηγηθούμε στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Από την άλλη πλευρά όμως, όσο και να προβάλλεται επισήμως η σημασία της ναυτιλίας για τον τόπο,
κανένας δεν στάθηκε απέναντι στο φαινόμενο της δημιουργίας μύθων γύρω από την εξέλιξη και τη λειτουργία της. Οι μύθοι αυτοί αφέθηκαν να ριζώσουν βαθιά στη συνείδηση των πολιτών διαποτίζοντας και δηλητηριάζοντας την κοινή γνώμη με άκρατο λαϊκισμό απέναντι στον εφοπλισμό. Τη ναυτιλία ναι, τη θέλουν όλοι, αλλά όχι και τους εφοπλιστές.
Οι ίδιοι οι άνθρωποι που έχουν κατακτήσει την πρωτοκαθεδρία στις παγκόσμιες θαλάσσιες μεταφορές, τη διεθνή αναγνώριση και το σεβασμό σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης, παρουσιάζονται σήμερα στην ίδια τους την πατρίδα ως μια συντεχνία που δεν κάνει τίποτα περισσότερο παρά να ζητά διαρκώς από την κυβέρνηση να τους εξαιρέσει από την υποχρέωση καταβολής φόρων.
Ποιος Έλληνας, που τα τελευταία χρόνια έχει σφίξει μέχρι ασφυξίας το ζωνάρι του μετά από τον καταιγισμό των φόρων που του επιβάλλει το κράτος, δεν θα τους αντιπαθήσει; Θα ήταν περίεργο να συμβαίνει το αντίθετο.
Ο ιδιότυπος αυτός διασυρμός όμως, που αγγίζει το σύνολο του εφοπλισμού, είναι εθνικά επικίνδυνος και ηθικά ανεπίτρεπτος. Εθνικά επικίνδυνος επειδή αναπόφευκτα κάποια στιγμή θα οδηγήσει στην εθελούσια έξοδο των εφοπλιστών από τη χώρα και κατ’ επέκταση στη δραστική μείωση της πολυδιάστατης προσφοράς της ναυτιλίας στην οικονομία της πατρίδας μας. Ποιος λογικός επιχειρηματίας άραγε θα παραμένει εσαεί σε έναν τόπο όπου λοιδορείται ή κινδυνεύει η σωματική ακεραιότητα του ίδιου ή των μελών της οικογένειάς του, όταν υπάρχουν άλλες επιχειρηματικές βάσεις, σε διάφορα μέρη του κόσμου, που είναι έτοιμες να στρώσουν κόκκινο χαλί για να υποδεχθούν τους εφοπλιστές και τα πολύπλευρα ωφέλη από τη διεθνή επιχειρηματική
τους δραστηριότητα; Από την άλλη πλευρά, είναι ηθικά ανεπίτρεπτος, γιατί οι έλληνες εφοπλιστές δεν είναι φοροφυγάδες. Βεβαίως, είναι πέρα ως πέρα αληθινό ότι επιχειρούν υπό ειδικό φορολογικό καθεστώς, αλλά αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι το αντικείμενο της εργασίας τους δεν έχει την παραμικρή συσχέτιση με τηνοικονομία της χώρας μας. Τα ποντοπόρα πλοία λειτουργούν για να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους αποκλειστικά στις διεθνείς θαλάσσιες μεταφορές. Κυρίως όμως, είναι εντελώς ανεπίτρεπτο να λοιδορείται ο έλληνας εφοπλιστής όταν η ίδια η πατρίδα, με δική της πρωτοβουλία, τον προσκάλεσε εξήντα χρόνια πριν και του προσέφερε συγκεκριμένα κίνητρα, τα οποία εκείνη προέκρινε και υιοθέτησε για να υψώσει την ελληνική σημαία στα πλοία του ή για να εγκαταστήσει εδώ τα γραφεία των επιχειρήσεών του.
Η ιστορία έχει αποδείξει περίτρανα ότι έπραξαν άριστα οι σοφοί άνθρωποι που θέσπισαν τα κατάλληλα μέτρα για να αξιοποιηθεί υπέρ του εθνικού συμφέροντος η εκρηκτική δραστηριότητα που είχαν επιδείξει μεταπολεμικά στο εξωτερικό οι έλληνες εφοπλιστές. Η πατρίδα οφείλει χάριτες σε εκείνους τους πολιτικούς άνδρες για τις πρωτοβουλίες που έλαβαν τότε και οι οποίες αποδεδειγμένα συνέβαλαν στην ανάπτυξη του τόπου.
Με τα μέτρα που θεσπίστηκαν στα τέλη του 1953, βάσει των οποίων δόθηκε η αντικειμενική δυνατότητα στους έλληνες εφοπλιστές να υψώσουν την ελληνική σημαία στα πλοία τους, δημιουργήθηκαν χωρίς την παραμικρή επιβάρυνση του έλληνα φορολογούμενου οι προϋποθέσεις τόσο για τη δραστική αύξηση του συναλλάγματος όσο και για τη δημιουργία δεκάδων χιλιάδων θέσεων εργασίας, σε μια εποχή που η μετανάστευση αποτελούσε μια από τις κορυφαίες προτεραιότητες των συμπατριωτών μας και συγχρόνως μάστιγα για το κράτος μας. Με άλλα λόγια, η δυνατότητα λειτουργίας μιας διεθνούς δραστηριότητας όπως η ποντοπόρος εμπορική ναυτιλία
από την εθνική βάση, υπήρξε ένα απρόσμενο δώρο για τον αναπτυσσόμενο τότε τόπο μας, ασφαλώς δε, με την πάροδο του χρόνου έχει αποκτήσει ακόμα περισσότερη αξία για την εθνική οικονομία.
Αναντίρρητα βέβαια, κανείς δεν μπορεί –και δεν πρέπει σε μια δημοκρατία– να απαγορεύει σε οποιονδήποτε
να εκφράζει την αντίθεση ακόμα και την εμπάθειά του απέναντι σε έναν συγκεκριμένο κλάδο. Είναι όμως αδιανόητο, από τη μία πλευρά να διαδηλώνει η ίδια η πολιτεία την καταλυτική σημασία της ναυτιλίας για την εθνική οικονομία και από την άλλη να αφήνει εκτεθειμένους τους φυσικούς φορείς της να διαπομπεύονται –χωρίς αντίλογο– μέσα από τη γραφίδα ή το μικρόφωνο του όποιου δημοσιογράφου που πιθανώς δεν έχει επαρκή ενημέρωση για το θέμα. Και ακόμα χειρότερα, να παίρνουν τη σκυτάλη εκπρόσωποι του πολιτικού κόσμου–απ' όλα δυστυχώς τα πολιτικά φάσματα– και να συντάσσονται με τις απόψεις των όποιων αρθρογράφων επειδή και εκείνοι προφανώς δεν γνωρίζουν την πραγματικότητα. Αυτό, επειδή όταν ακούγεται συχνά πυκνά ότι πρέπει να φορολογηθεί εδώ και τώρα ο μεγάλος πλούτος, οι εφοπλιστές αναφέρονται πρώτοι πρώτοι χωρίς κανείς να λαμβάνει υπόψη ότι καταβάλλουν ετήσιο υποχρεωτικό «χαράτσι» για τα πλοία τους, γνωστό ως
tonnage tax. Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι το καθεστώς της συγκεκριμένης φορολόγησης το έχουν αντιγράψει και το έχουν υιοθετήσει οι περισσότερες ευρωπαϊκές ναυτιλίες, πολλές από τις οποίες μάλιστα απολαμβάνουν και επιδοτήσεων από τις κυβερνήσεις των χωρών τους, σε αντίθεση με τους Έλληνες που ποτέ δεν έχουν ζητήσει να επιδοτηθούν ούτε με ένα ευρώ.
Για να λέγονται όμως όλες οι αλήθειες, ούτε ο ίδιος ο εφοπλισμός έχει υπερασπιστεί αποτελεσματικά τη δημόσια εικόνα του. Ορισμένες δε φορές στο πρόσφατο παρελθόν, άτομα που δραστηριοποιούνται στον ναυτιλιακό χώρο προέβησαν, όχι μόνο σε ατυχείς αλλά και σε προκλητικές δηλώσεις. Επίσης πάντοτε υπάρχουν και επιχειρηματίες, η ζωή των οποίων αποτελεί αντικείμενο προβολής σε ειδικά έντυπα, γεγονός που κάποια χρόνια πριν δεν προκαλούσε ιδιαίτερη εντύπωση, επί των ημερών μας ωστόσο είναι φυσικό να επηρεάζεται αρνητικά ο μέσος πολίτης, μιας και όσα προβάλλονται δεν συνάδουν με την τεράστια οικονομική κρίση που βιώνει τα τελευταία χρόνια το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού λαού.
Είναι επίσης αλήθεια ότι μεταξύ πολλών παραγόντων στο χώρο της ποντοπόρου ναυτιλίας, εδώ και δεκαετίες υπάρχει η άποψη ότι δεν χρειάζεται ιδιαίτερος προβληματισμός όσον αφορά τη βελτίωση της δημόσιας εικόνας του κλάδου στη χώρα μας, επειδή η δραστηριότητά του αφορά μόνο τον παγκόσμιο στίβο και επομένως η πορεία του εξαρτάται μόνο από την εξέλιξη της διεθνούς οικονομίας και ουδόλως της ελληνικής. Η άποψή μας όμως, η οποία ταυτίζεται με αυτήν ενός σημαντικού μέρους τη νέας –ηλικιακά– γενιάς του εφοπλισμού, είναι ότι οι εποχές έχουν αλλάξει. Όσο και εάν η εργασία των εφοπλιστών έχει αρχή και τέλος στον διεθνή και
μόνο χώρο, όσο και να αποτελεί απλή διαδικασία το ενδεχόμενο της μετεστέγασης των εφοπλιστικών γραφείων σε άλλα κέντρα, η πατρίδα είναι πάντοτε πατρίδα και τουλάχιστον οι έλληνες εφοπλιστές στη συντριπτική πλειοψηφία τους έχουν αποδείξει με τη διαχρονική τους διαδρομή ότι διακατέχονται τόσο από το συναίσθημα του νόστου όσο και από γνήσια πατριωτικά συναισθήματα. Και το πατριωτικό συναίσθημα δεν αποδεικνύεται, για παράδειγμα, από το κατά πόσον αποφασίζει κανείς να εμπιστευτεί την κατασκευή των νεότευκτων πλοίων του στα απαξιωμένα ναυπηγεία της χώρας μας, αντί στην Άπω Ανατολή. Πατριώτης είναι αυτός που με τη διαδρομή του στη ζωή προβάλλει κατά τον καλύτερο τρόπο τη χώρα του, είτε εργάζεται εδώ είτε στο εξωτερικό, ενώ παράλληλα ενδιαφέρεται κατά το δυνατόν και για τον πλησίον του, όπως διαχρονικά έχουν διατρανώσει με τις πράξεις τους πολλές προσωπικότητες από το χώρο της ελληνικής ναυτιλίας.
Στην Ελλάδα όμως, που η επιτυχία συχνά προκαλεί το φθόνο, το ανάθεμα είναι εύκολο και ανέξοδο. Αρκεί να πάει κανείς μερικά χρόνια πίσω για να θυμηθεί τι έγραφε ο Τύπος για το μακαρίτη τον Σταύρο Νιάρχο, το λαμπρό ίδρυμα του οποίου σήμερα ενεργεί ως από μηχανής Θεός αλλά και ως φωτεινό υπόδειγμα σε κάθε προσπάθεια που αφορά τον πολιτισμό και τη φιλανθρωπία στον τόπο μας.
Σήμερα, που η χώρα περνά στην πιο κρίσιμη φάση της μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Εμφύλιο και που ο τόπος μας χρειάζεται όσο ποτέ όλες τις υγιείς και δημιουργικές του δυνάμεις ενωμένες σαν μια γροθιά μαζί με όλους τους εκπροσώπους του πολιτικού φάσματος, είναι ανάγκη να αλλάξει η δημόσια εικόνα της εμπορικής ναυτιλίας, και αυτό περισσότερο για το καλό του τόπου παρά των ίδιων των εφοπλιστών.
Η παρουσία της ναυτιλίας στη χώρα μας υπήρξε, είναι και θα παραμείνει ανεκτίμητη και σε κάθε περίπτωση αναντικατάστατη, από τη στιγμή που τα ωφέλη από τη δραστηριότητά της διαχέονται σε όλο τον τόπο. Οι ίδιοι οι εφοπλιστές θα χρειαστεί και αυτοί να εργαστούν με σύστημα και συνέπεια απέναντι στον πατριωτικό στόχο της αποκατάστασης της δημόσιας εικόνας της ναυτιλίας στην εθνική της βάση. Πιστεύουμε ότι αντιλαμβάνονται ότι είναι ανέφικτο να επιτευχθεί αυτό μόνο με τη βοήθεια μελετών και στατιστικών από ειδικούς φορείς, όσο έγκυροι και εάν είναι αυτοί. Ο απλός πολίτης που σήμερα δεν έχει να πληρώσει τον ΕΝΦΙΑ ή τη ΔΕΗ και του κόβουν το ρεύμα ή καλείται να καταβάλλει φορολογία ακόμα και για εισοδήματα τα οποία τεκμαίρονται θεωρητικά και μόνο, δεν μπορεί να εκτιμήσει τους ψυχρούς αριθμούς της όποιας στατιστικής και ακολούθως να κατανοήσει τις αναγκαίες ιδιαιτερότητες της ναυτιλίας. Εάν του προσφέρουμε την αντικειμενική δυνατότητα
να πληροφορηθεί την πραγματικότητα γύρω από το έργο της ναυτιλίας τότε και μόνο μπορεί να αναστραφεί η δυσμενής εικόνα απέναντι στον κλάδο. Γιατί συγχρόνως κάθε πολίτης θα αντιληφθεί ότι ακόμα και μεγάλα κρατικά νοσοκομεία όπου ίσως και ο ίδιος να έχει νοσηλευτεί, όπως για παράδειγμα ο Ευαγγελισμός, σε μεγάλο βαθμό οφείλουν την ύπαρξή τους σε ανιδιοτελείς χορηγίες ανθρώπων της ναυτιλίας των Ελλήνων.
Παράλληλα, η συνειδητοποίηση από μεγάλη μερίδα της κοινής γνώμης γύρω από τα πραγματικά δεδομένα που οδήγησαν τη ναυτιλία μας στην κορυφή των παγκόσμιων θαλάσσιων μεταφορών, μπορεί να αποβεί και εθνικά ωφέλιμη υπό την άποψη ότι μπορεί να λειτουργήσει ως πρότυπο οραματισμού και δημιουργίας, ιδιαίτερα για τους νέους.
Σε όλη τους τη διαδρομή οι έλληνες εφοπλιστές επιδίωξαν να λειτουργούν απόλυτα ανταγωνιστικά και χωρίς να περιμένουν ποτέ την ελάχιστη οικονομική στήριξη από την πατρίδα τους. Όσοι περισσότεροι Έλληνες υιοθετήσουν αυτή την πρακτική στη δική τους διαδρομή από εδώ και πέρα, τόσο αυξάνονται οι ελπίδες για την πατρίδα μας να πραγματοποιήσει τη μεγάλη υπέρβαση και να αποτελέσει στον τομέα της ανάπτυξης παγκόσμιο παράδειγμα προς μίμηση και όχι προς αποφυγή.
Γεώργιος Μ. Φουστάνος
Δεκέμβριος 2014
Σοβαρό προβληματισμό στον ευρύτερο ναυτιλιακό χώρο έχει προκαλέσει δικαιολογη-
μένα το γεγονός ότι το συλλογικό όργανο των ελλήνων εφοπλιστών, η ΕΕΕ, εμφανίστη-
κε στις αρχές του περασμένου Οκτωβρίου μεταξύ υποψήφιων στόχων τρομοκρατών,
καταγεγραμμένο σε συνωμοτικά σημειώματα μαζί με πρωτοσέλιδο δημοσίευμα ημε-
ρήσιας εφημερίδας που αναφερόταν σε δήθεν χαριστικές πράξεις της κυβέρνησης
όσον αφορά τη φορολογία των εφοπλιστών. Κατά την άποψή μας είναι εξαιρετικά σοβαρό, διότι πρόκειται για το αποτέλεσμα μιας δυσμενούς εικόνας που καλλιεργείται συστηματικά τα τελευταία χρόνια απέναντι στον εφοπλισμό.
Ο χαρακτηρισμός της εμπορικής ναυτιλίας ως ένας από τους σημαντικότερους πυλώνες της εθνικής οικονομίας αποτελεί τη μόνιμη επωδό των εκάστοτε κυβερνώντων. Ουδείς μέχρι σήμερα της αρνήθηκε αυτόν το ρόλο ή υποβάθμισε τη σημασία της, πέρα από την αδιανόητη ενέργεια της κατάργησης του υπουργείου Εμπορικής
Ναυτιλίας από την κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου το 2009. Μια εντελώς άστοχη πρωτοβουλία που ασχέτως εάν αποκαταστάθηκε εκ των υστέρων από την κυβέρνηση του Αντώνη Σαμαρά– είχε μεταξύ άλλων ως φυσικό επακόλουθο την υποβάθμιση στη συνείδηση του κόσμου της σημασίας της ναυτιλίας για τον τόπο μας. Το χειρότερο, διατάραξε άνευ λόγου τις σχέσεις της πολιτείας με τον εφοπλιστικό παράγοντα σε μια εξαιρετικά κομβική συγκυρία για το μέλλον της εθνικής οικονομίας, και συγκεκριμένα λίγο πριν οδηγηθούμε στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Από την άλλη πλευρά όμως, όσο και να προβάλλεται επισήμως η σημασία της ναυτιλίας για τον τόπο,
κανένας δεν στάθηκε απέναντι στο φαινόμενο της δημιουργίας μύθων γύρω από την εξέλιξη και τη λειτουργία της. Οι μύθοι αυτοί αφέθηκαν να ριζώσουν βαθιά στη συνείδηση των πολιτών διαποτίζοντας και δηλητηριάζοντας την κοινή γνώμη με άκρατο λαϊκισμό απέναντι στον εφοπλισμό. Τη ναυτιλία ναι, τη θέλουν όλοι, αλλά όχι και τους εφοπλιστές.
Οι ίδιοι οι άνθρωποι που έχουν κατακτήσει την πρωτοκαθεδρία στις παγκόσμιες θαλάσσιες μεταφορές, τη διεθνή αναγνώριση και το σεβασμό σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης, παρουσιάζονται σήμερα στην ίδια τους την πατρίδα ως μια συντεχνία που δεν κάνει τίποτα περισσότερο παρά να ζητά διαρκώς από την κυβέρνηση να τους εξαιρέσει από την υποχρέωση καταβολής φόρων.
Ποιος Έλληνας, που τα τελευταία χρόνια έχει σφίξει μέχρι ασφυξίας το ζωνάρι του μετά από τον καταιγισμό των φόρων που του επιβάλλει το κράτος, δεν θα τους αντιπαθήσει; Θα ήταν περίεργο να συμβαίνει το αντίθετο.
Ο ιδιότυπος αυτός διασυρμός όμως, που αγγίζει το σύνολο του εφοπλισμού, είναι εθνικά επικίνδυνος και ηθικά ανεπίτρεπτος. Εθνικά επικίνδυνος επειδή αναπόφευκτα κάποια στιγμή θα οδηγήσει στην εθελούσια έξοδο των εφοπλιστών από τη χώρα και κατ’ επέκταση στη δραστική μείωση της πολυδιάστατης προσφοράς της ναυτιλίας στην οικονομία της πατρίδας μας. Ποιος λογικός επιχειρηματίας άραγε θα παραμένει εσαεί σε έναν τόπο όπου λοιδορείται ή κινδυνεύει η σωματική ακεραιότητα του ίδιου ή των μελών της οικογένειάς του, όταν υπάρχουν άλλες επιχειρηματικές βάσεις, σε διάφορα μέρη του κόσμου, που είναι έτοιμες να στρώσουν κόκκινο χαλί για να υποδεχθούν τους εφοπλιστές και τα πολύπλευρα ωφέλη από τη διεθνή επιχειρηματική
τους δραστηριότητα; Από την άλλη πλευρά, είναι ηθικά ανεπίτρεπτος, γιατί οι έλληνες εφοπλιστές δεν είναι φοροφυγάδες. Βεβαίως, είναι πέρα ως πέρα αληθινό ότι επιχειρούν υπό ειδικό φορολογικό καθεστώς, αλλά αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι το αντικείμενο της εργασίας τους δεν έχει την παραμικρή συσχέτιση με τηνοικονομία της χώρας μας. Τα ποντοπόρα πλοία λειτουργούν για να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους αποκλειστικά στις διεθνείς θαλάσσιες μεταφορές. Κυρίως όμως, είναι εντελώς ανεπίτρεπτο να λοιδορείται ο έλληνας εφοπλιστής όταν η ίδια η πατρίδα, με δική της πρωτοβουλία, τον προσκάλεσε εξήντα χρόνια πριν και του προσέφερε συγκεκριμένα κίνητρα, τα οποία εκείνη προέκρινε και υιοθέτησε για να υψώσει την ελληνική σημαία στα πλοία του ή για να εγκαταστήσει εδώ τα γραφεία των επιχειρήσεών του.
Η ιστορία έχει αποδείξει περίτρανα ότι έπραξαν άριστα οι σοφοί άνθρωποι που θέσπισαν τα κατάλληλα μέτρα για να αξιοποιηθεί υπέρ του εθνικού συμφέροντος η εκρηκτική δραστηριότητα που είχαν επιδείξει μεταπολεμικά στο εξωτερικό οι έλληνες εφοπλιστές. Η πατρίδα οφείλει χάριτες σε εκείνους τους πολιτικούς άνδρες για τις πρωτοβουλίες που έλαβαν τότε και οι οποίες αποδεδειγμένα συνέβαλαν στην ανάπτυξη του τόπου.
Με τα μέτρα που θεσπίστηκαν στα τέλη του 1953, βάσει των οποίων δόθηκε η αντικειμενική δυνατότητα στους έλληνες εφοπλιστές να υψώσουν την ελληνική σημαία στα πλοία τους, δημιουργήθηκαν χωρίς την παραμικρή επιβάρυνση του έλληνα φορολογούμενου οι προϋποθέσεις τόσο για τη δραστική αύξηση του συναλλάγματος όσο και για τη δημιουργία δεκάδων χιλιάδων θέσεων εργασίας, σε μια εποχή που η μετανάστευση αποτελούσε μια από τις κορυφαίες προτεραιότητες των συμπατριωτών μας και συγχρόνως μάστιγα για το κράτος μας. Με άλλα λόγια, η δυνατότητα λειτουργίας μιας διεθνούς δραστηριότητας όπως η ποντοπόρος εμπορική ναυτιλία
από την εθνική βάση, υπήρξε ένα απρόσμενο δώρο για τον αναπτυσσόμενο τότε τόπο μας, ασφαλώς δε, με την πάροδο του χρόνου έχει αποκτήσει ακόμα περισσότερη αξία για την εθνική οικονομία.
Αναντίρρητα βέβαια, κανείς δεν μπορεί –και δεν πρέπει σε μια δημοκρατία– να απαγορεύει σε οποιονδήποτε
να εκφράζει την αντίθεση ακόμα και την εμπάθειά του απέναντι σε έναν συγκεκριμένο κλάδο. Είναι όμως αδιανόητο, από τη μία πλευρά να διαδηλώνει η ίδια η πολιτεία την καταλυτική σημασία της ναυτιλίας για την εθνική οικονομία και από την άλλη να αφήνει εκτεθειμένους τους φυσικούς φορείς της να διαπομπεύονται –χωρίς αντίλογο– μέσα από τη γραφίδα ή το μικρόφωνο του όποιου δημοσιογράφου που πιθανώς δεν έχει επαρκή ενημέρωση για το θέμα. Και ακόμα χειρότερα, να παίρνουν τη σκυτάλη εκπρόσωποι του πολιτικού κόσμου–απ' όλα δυστυχώς τα πολιτικά φάσματα– και να συντάσσονται με τις απόψεις των όποιων αρθρογράφων επειδή και εκείνοι προφανώς δεν γνωρίζουν την πραγματικότητα. Αυτό, επειδή όταν ακούγεται συχνά πυκνά ότι πρέπει να φορολογηθεί εδώ και τώρα ο μεγάλος πλούτος, οι εφοπλιστές αναφέρονται πρώτοι πρώτοι χωρίς κανείς να λαμβάνει υπόψη ότι καταβάλλουν ετήσιο υποχρεωτικό «χαράτσι» για τα πλοία τους, γνωστό ως
tonnage tax. Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι το καθεστώς της συγκεκριμένης φορολόγησης το έχουν αντιγράψει και το έχουν υιοθετήσει οι περισσότερες ευρωπαϊκές ναυτιλίες, πολλές από τις οποίες μάλιστα απολαμβάνουν και επιδοτήσεων από τις κυβερνήσεις των χωρών τους, σε αντίθεση με τους Έλληνες που ποτέ δεν έχουν ζητήσει να επιδοτηθούν ούτε με ένα ευρώ.
Για να λέγονται όμως όλες οι αλήθειες, ούτε ο ίδιος ο εφοπλισμός έχει υπερασπιστεί αποτελεσματικά τη δημόσια εικόνα του. Ορισμένες δε φορές στο πρόσφατο παρελθόν, άτομα που δραστηριοποιούνται στον ναυτιλιακό χώρο προέβησαν, όχι μόνο σε ατυχείς αλλά και σε προκλητικές δηλώσεις. Επίσης πάντοτε υπάρχουν και επιχειρηματίες, η ζωή των οποίων αποτελεί αντικείμενο προβολής σε ειδικά έντυπα, γεγονός που κάποια χρόνια πριν δεν προκαλούσε ιδιαίτερη εντύπωση, επί των ημερών μας ωστόσο είναι φυσικό να επηρεάζεται αρνητικά ο μέσος πολίτης, μιας και όσα προβάλλονται δεν συνάδουν με την τεράστια οικονομική κρίση που βιώνει τα τελευταία χρόνια το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού λαού.
Είναι επίσης αλήθεια ότι μεταξύ πολλών παραγόντων στο χώρο της ποντοπόρου ναυτιλίας, εδώ και δεκαετίες υπάρχει η άποψη ότι δεν χρειάζεται ιδιαίτερος προβληματισμός όσον αφορά τη βελτίωση της δημόσιας εικόνας του κλάδου στη χώρα μας, επειδή η δραστηριότητά του αφορά μόνο τον παγκόσμιο στίβο και επομένως η πορεία του εξαρτάται μόνο από την εξέλιξη της διεθνούς οικονομίας και ουδόλως της ελληνικής. Η άποψή μας όμως, η οποία ταυτίζεται με αυτήν ενός σημαντικού μέρους τη νέας –ηλικιακά– γενιάς του εφοπλισμού, είναι ότι οι εποχές έχουν αλλάξει. Όσο και εάν η εργασία των εφοπλιστών έχει αρχή και τέλος στον διεθνή και
μόνο χώρο, όσο και να αποτελεί απλή διαδικασία το ενδεχόμενο της μετεστέγασης των εφοπλιστικών γραφείων σε άλλα κέντρα, η πατρίδα είναι πάντοτε πατρίδα και τουλάχιστον οι έλληνες εφοπλιστές στη συντριπτική πλειοψηφία τους έχουν αποδείξει με τη διαχρονική τους διαδρομή ότι διακατέχονται τόσο από το συναίσθημα του νόστου όσο και από γνήσια πατριωτικά συναισθήματα. Και το πατριωτικό συναίσθημα δεν αποδεικνύεται, για παράδειγμα, από το κατά πόσον αποφασίζει κανείς να εμπιστευτεί την κατασκευή των νεότευκτων πλοίων του στα απαξιωμένα ναυπηγεία της χώρας μας, αντί στην Άπω Ανατολή. Πατριώτης είναι αυτός που με τη διαδρομή του στη ζωή προβάλλει κατά τον καλύτερο τρόπο τη χώρα του, είτε εργάζεται εδώ είτε στο εξωτερικό, ενώ παράλληλα ενδιαφέρεται κατά το δυνατόν και για τον πλησίον του, όπως διαχρονικά έχουν διατρανώσει με τις πράξεις τους πολλές προσωπικότητες από το χώρο της ελληνικής ναυτιλίας.
Στην Ελλάδα όμως, που η επιτυχία συχνά προκαλεί το φθόνο, το ανάθεμα είναι εύκολο και ανέξοδο. Αρκεί να πάει κανείς μερικά χρόνια πίσω για να θυμηθεί τι έγραφε ο Τύπος για το μακαρίτη τον Σταύρο Νιάρχο, το λαμπρό ίδρυμα του οποίου σήμερα ενεργεί ως από μηχανής Θεός αλλά και ως φωτεινό υπόδειγμα σε κάθε προσπάθεια που αφορά τον πολιτισμό και τη φιλανθρωπία στον τόπο μας.
Σήμερα, που η χώρα περνά στην πιο κρίσιμη φάση της μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Εμφύλιο και που ο τόπος μας χρειάζεται όσο ποτέ όλες τις υγιείς και δημιουργικές του δυνάμεις ενωμένες σαν μια γροθιά μαζί με όλους τους εκπροσώπους του πολιτικού φάσματος, είναι ανάγκη να αλλάξει η δημόσια εικόνα της εμπορικής ναυτιλίας, και αυτό περισσότερο για το καλό του τόπου παρά των ίδιων των εφοπλιστών.
Η παρουσία της ναυτιλίας στη χώρα μας υπήρξε, είναι και θα παραμείνει ανεκτίμητη και σε κάθε περίπτωση αναντικατάστατη, από τη στιγμή που τα ωφέλη από τη δραστηριότητά της διαχέονται σε όλο τον τόπο. Οι ίδιοι οι εφοπλιστές θα χρειαστεί και αυτοί να εργαστούν με σύστημα και συνέπεια απέναντι στον πατριωτικό στόχο της αποκατάστασης της δημόσιας εικόνας της ναυτιλίας στην εθνική της βάση. Πιστεύουμε ότι αντιλαμβάνονται ότι είναι ανέφικτο να επιτευχθεί αυτό μόνο με τη βοήθεια μελετών και στατιστικών από ειδικούς φορείς, όσο έγκυροι και εάν είναι αυτοί. Ο απλός πολίτης που σήμερα δεν έχει να πληρώσει τον ΕΝΦΙΑ ή τη ΔΕΗ και του κόβουν το ρεύμα ή καλείται να καταβάλλει φορολογία ακόμα και για εισοδήματα τα οποία τεκμαίρονται θεωρητικά και μόνο, δεν μπορεί να εκτιμήσει τους ψυχρούς αριθμούς της όποιας στατιστικής και ακολούθως να κατανοήσει τις αναγκαίες ιδιαιτερότητες της ναυτιλίας. Εάν του προσφέρουμε την αντικειμενική δυνατότητα
να πληροφορηθεί την πραγματικότητα γύρω από το έργο της ναυτιλίας τότε και μόνο μπορεί να αναστραφεί η δυσμενής εικόνα απέναντι στον κλάδο. Γιατί συγχρόνως κάθε πολίτης θα αντιληφθεί ότι ακόμα και μεγάλα κρατικά νοσοκομεία όπου ίσως και ο ίδιος να έχει νοσηλευτεί, όπως για παράδειγμα ο Ευαγγελισμός, σε μεγάλο βαθμό οφείλουν την ύπαρξή τους σε ανιδιοτελείς χορηγίες ανθρώπων της ναυτιλίας των Ελλήνων.
Παράλληλα, η συνειδητοποίηση από μεγάλη μερίδα της κοινής γνώμης γύρω από τα πραγματικά δεδομένα που οδήγησαν τη ναυτιλία μας στην κορυφή των παγκόσμιων θαλάσσιων μεταφορών, μπορεί να αποβεί και εθνικά ωφέλιμη υπό την άποψη ότι μπορεί να λειτουργήσει ως πρότυπο οραματισμού και δημιουργίας, ιδιαίτερα για τους νέους.
Σε όλη τους τη διαδρομή οι έλληνες εφοπλιστές επιδίωξαν να λειτουργούν απόλυτα ανταγωνιστικά και χωρίς να περιμένουν ποτέ την ελάχιστη οικονομική στήριξη από την πατρίδα τους. Όσοι περισσότεροι Έλληνες υιοθετήσουν αυτή την πρακτική στη δική τους διαδρομή από εδώ και πέρα, τόσο αυξάνονται οι ελπίδες για την πατρίδα μας να πραγματοποιήσει τη μεγάλη υπέρβαση και να αποτελέσει στον τομέα της ανάπτυξης παγκόσμιο παράδειγμα προς μίμηση και όχι προς αποφυγή.
Γεώργιος Μ. Φουστάνος
Δεκέμβριος 2014