Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σάββατο 31 Ιουλίου 2021

Η Αρχή της Προφύλαξης σε περιόδους πανδημιών, ως θεμελιώδης παράμετρος Πρόληψης της Δημόσιας Υγείας.

Της Ευφροσύνης Ηρ. Μπούτσικα

Τον τελευταίο χρόνο ασθενούμε παγκόσμια από έναν νέο ιό, αλλά συγχρόνως στη Δύση ασθενούμε ιδεολογικά και πολιτικά απ΄ όλα όσα έχουμε ορίσει πως είναι η ελευθερία μας, η υγεία μας, ο πολιτισμός μας, η δημόσια Ασφάλεια. Το Σύνταγμα μας δεν ορίζει σαφώς τι είναι δημόσια ασφάλεια σε περιόδους πανδημίας. Με πειραματισμούς και απαγορεύσεις, ανοίγματα και κλεισίματα της κοινωνίας και της οικονομίας, με αμφισβητούμενη υπακοή στους «επιτακτικούς λόγους αντιμετώπισης σοβαρού κινδύνου της δημόσιας υγείας που εστιάζονται στη μείωση του κινδύνου διασποράς του κορωνοϊού COVID-19» , ένα μέρος της κοινωνίας προσπαθεί να ορίσει μια νέα ατζέντα ζωής και επιβίωσης υπακούοντας , την ίδια ώρα που ένα άλλο μέρος αυτής ζεί μια διπλή πραγματικότητα, αφού μέσα από συγκεντρώσεις, διαδηλώσεις, βίαιο λόγο, υβριστικό λόγο, καταστροφικές αμφισβητήσεις και διαδικτυακές απαξιώσεις επιστημονικών απόψεων, αφήνει να ξεχυθούν καθημερινά αόρατες αρμάδες του ιού σε πλατείες και γειτονιές με αλγοριθμικό ρυθμό. Μια κοινωνία χωρισμένη σε ομάδες που κάθε μία προσπαθεί να γράψει το δικό της σενάριο στο κυνήγι της επιβολής στις άλλες ομάδες και εμμονικά σχεδόν επιμένει το ίδιο το σημαινόμενο να προσκυνάει το σημαίνον και ένα κομματικό κατασκεύασμα της πραγματικότητας να γίνεται πιο πραγματικό από την ίδια την πραγματικότητα. Έτσι όλη η ιστορία της πανδημίας καθορίζεται από την εξουσία της απαλλοτρίωσης της ζωής και της υγείας ή όπως είχε πει Γκεόργκ Κριστόφ Λίχτενμπεργκ  «Ένας τάφος είναι πάντα το πιο ασφαλές καταφύγιο απέναντι στις επιθέσεις του πεπρωμένου.» ή σύμφωνα με τον Ουμπέρτο Έκο «αν τα σημεία μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να πουν την αλήθεια, μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν για να πουν ψέματα»

Ο Κουφοντίνας βγήκε πριν κάποιες ημέρες  από την ΜΕΘ συγχρόνως όμως όλη η Αττική μπαίνει στη ΜΕΘ. Στις 9 Φεβρουαρίου ακούστηκε σε τηλεοπτική εκπομπή η φράση «Δέχομαι το ρίσκο για ενδεχόμενη διασπορά του ιού από τις διαδηλώσεις». Η λέξη «ενδεχόμενη» διασπορά του ιού περικλείει τον βαθμό αβεβαιότητας ή και την ένοχη άγνοια που χαρακτηρίζει την αξιολόγηση του κινδύνου διασποράς μιας λοιμώδους νόσου και η ευθύνη της απόφασης για το ποιό είναι το αποδεκτό επίπεδο κινδύνου για την κοινωνία, στην προκειμένη περίπτωση, ήταν υποκειμενική και κυρίως πολιτική. Μια πολιτική που μόνο  «Αριστερή» δεν μπορεί να χαρακτηρίζεται, αφού ως κύριος πρεσβευτής του Ανθρωπισμού, η σύγχρονη Αριστερά επιδιώκει οι άνθρωποι μέσα από τις εσωτερικές τους εμπειρίες και γνώσεις να βρουν το νόημα όχι μόνο της δικής τους ζωής ή ενός υποσυνόλου αλλά και το νόημα της ζωής όλων των συνάνθρωπων τους, του σύμπαντος ολόκληρου, να δημιουργήσουν ένα νόημα ανθρωπισμού σε έναν κόσμο που το στερείται.    

Ας δούμε λοιπόν πόσο επιστημονικά σκιαγραφήθηκε, τεκμηριώθηκε και κοινοποιήθηκε η αξιολόγηση του κινδύνου, πως επιικοινωνήθηκε και διαμορφώθηκε στο πεδίο ορθής κατανόησης προς τους συμμετέχοντες στις διαδηλώσεις, πόση ένοχη απομάκρυνση από την αρχής της Προφύλαξης και πόση αντιδιαμετρική  απόσταση από την λαϊκή σοφία και κουλτούρα – που εκφράζεται αιώνες τώρα με τις πρακτικές πολλών εθνών και τις παροιμιώδεις ρήσεις του τύπου: «Φύλαγε τα ρούχα σου να έχεις τα µισά» , «κάλιο γαϊδουρόδενε παρά γαϊδουρογύρευε» ή “it is better to be safe than sorry” («είναι καλύτερα να είσαι ασφαλής παρά λυπηµένος»)- αποτυπώθηκε αυτή η άποψη στο θυμικό των διαδηλωτών.

Η εκτίμηση του κινδύνου δεν έρχεται πάντα σε ευθεία αντιστοιχία με την σοβαρότητα του ίδιου του κινδύνου και αυτό γιατί προσωπικοί παράγοντες, προσωπικές κοσμοθεωρίες, έντονες αντιπολιτευτικές πολιτικές, που φεύγουν μακράν του μέτρου ή ακόμα και θρησκευτικές αντιλήψεις μπορεί να ασκούν μεγαλύτερη επιρροή σε σύγκριση με τους αντικειμενικούς δείκτες στο πόση απειλή νοιώθουν ή θέλουν να παρουσιάσουν από ένα κίνδυνο, όπως στην προκειμένη περίπτωση ο αριθμός των θανάτων μιας πανδημίας.

Ένας πολιτικός λόγος που δεν προβάλλει  την επιλογή µιας  λύσης µε τη µικρότερη δυνατή επίπτωση στην ανθρώπινη υγεία και ζωή και δεν εντοπίζει έγκαιρα δυνητικά αρνητικά αποτελέσματα ευρείας κλίμακας για τον λαό, δεν µπορεί παρά να απαιτεί και δεύτερη και τρίτη σκέψη, αφού φαίνεται ότι λοιδορεί συλλογικές προσπάθειες. Προχωρώντας σε ενέργειες που αποδέχονται τους πολλούς πιθανούς κινδύνους των επιπτώσεων της αβεβαιότητας που επιφέρει ένας θανατηφόρος ιός, ένας εξωτερικός παρατηρητής αντιλαμβάνεται ότι η ανάλυση κόστους – ωφέλειας υπαγορεύεται κατ’ εξοχήν από κόστος εις βάρος της ζωής συνανθρώπων μας .

Η ανάληψη κινδύνων είναι απαραίτητη για τα άτομα και για τους φορείς λήψης αποφάσεων που επηρεάζουν τη λειτουργία και την πρόοδο της κοινωνίας. Οι υπεύθυνοι λήψης αποφάσεων και οι περισσότεροι πολιτικοί τείνουν να αναλαμβάνουν την ευθύνη κάποιων κινδύνων ως όλοι οι κίνδυνοι να είναι ίσης αξίας και όλοι να δημιουργούν διαχωρίσιμα αποτελέσματα. Η περίπτωση όμως της Covid-19 δεν είναι ίδια. Λαμβάνοντας υπόψη την άγνοια της κοινωνίας απέναντι στους λοιμούς – αφού είχε 100 χρόνια να βιώσει κάτι ανάλογο- και τη δομή της τυχαιότητας διασποράς του ιού σε ένα δεδομένο σύστημα, μπορεί η απόκριση του ρίσκου να έχει πολλαπλασιαστικά δραματικές επιπτώσεις με αποτέλεσμα μη αναστρέψιμη και εκτεταμένη ζημιά. 

Οι παραδοσιακές στρατηγικές λήψης αποφάσεων και ανάληψης των  κινδύνων που απορρέουν από αυτές, επικεντρώνονται μόνο όπου μια βλάβη μπορεί να εντοπίζεται και είναι εύκολο να υπολογιστεί ο κίνδυνος. Υπό αυτές τις συνθήκες, αναλύσεις κόστους-οφέλους και κατάλληλες τεχνικές μετριασμού των επιπτώσεων είναι χρήσιμες, αφού η πιθανή ζημιά λόγω λανθασμένου υπολογισμού είναι περιορισμένη. Όταν όμως η ανάληψη αποφάσεων ρίσκου δεν μπορεί να προβλέψει εκτεταμένες ζημιές,  μη αναστρέψιμες -αφού κανένας γιατρός ή πολιτικός δεν μπορεί να γυρίσει στον κόσμο των ζωντανών χιλιάδες νεκρούς ανθρώπους- τότε δημιουργούνται διάφορα επιτακτικά ερωτήματα σχετικά με τη φύση και προέλευση λήψης αποφάσεων και το ποιοι κίνδυνοι μπορούν να αναληφθούν ή να παραληφθούν με σχετική ευκολία, όταν ολόκληρη κοινωνία κινδυνεύει από τις απροσδόκητες παρενέργειες ενός συγκεκριμένου τύπου απόφασης. Υπάρχει άραγε σε τέτοιες αποφάσεις η προνοητικότητα της αρχής της προφύλαξης?

Η Αρχή της Προφύλαξης.

Το Ιστορικό

Τον Ιανουάριο του 1998 στην έπαυλη Wingspread, που βρίσκεται στο Racine του Wisconsin και αποτελεί την έδρα του ιδρύµατος Johnson, συναντήθηκαν 32 σύνεδροι από τις ΗΠΑ, τον Καναδά και την Ευρώπη, προκειμένου να καθορίσουν την Αρχή της Προφύλαξης, (Precautionary Principle) αλλά και να συζητήσουν τους τρόπους εφαρμογής της. Ανάµεσα στους συνέδρους περιλαμβάνονταν επιστήμονες των θετικών αλλά και των πνευµατικών επιστηµών, διαπραγµατευτές διεθνών συµφωνιών, καθώς επίσης και πάσης φύσεως ακτιβιστές.

Στην οµόφωνη διακήρυξη που εξέδωσαν µετά το πέρας των εργασιών τους και που έγινε γνωστή ως «Η ∆ιακήρυξη του Wingspread για την Αρχή της Προφύλαξης» εκφράζονται ανησυχίες για «τον υψηλό αριθµό των παρατηρουµένων περιστατικών µαθησιακών δυσκολιών, άσθµατος, καρκίνου, προβληµατικών νεογνών, αλλά και δημόσιας υγείας και εξαφανίσεως ειδών». Εκφράζονται ακόµη ανησυχίες για «την κλιµατική αλλαγή σε παγκόσµια κλίµακα, για την εξάντληση του στρατοσφαιρικού όζοντος και για την παγκόσµιας έκτασης ρύπανση µε τοξικές ουσίες και ραδιενεργά υλικά».

Στην ∆ιακήρυξη του Wingspread επισηµαίνεται επίσης, ότι «οι υφιστάµενοι περιβαλλοντικοί κανονισµοί, καθώς και άλλες αποφάσεις, ιδιαίτερα αυτές οι οποίες βασίσθηκαν στην αξιολόγηση του κινδύνου (risk assessment), απέτυχαν να προστατεύσουν ικανοποιητικά την ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον, που είναι το µεγαλύτερο σύστηµα και του οποίου µόνο ένα µέρος αποτελούν οι άνθρωποι».

Οι σύνεδροι αναγνωρίζοντας, ότι «οι ανθρώπινες δραστηριότητες µπορεί να περιλαµβάνουν κινδύνους» κατέληξαν στην αναγκαιότητα εφαρµογής της Αρχής της Προφύλαξης, η οποία µε την παρακάτω διατύπωση απετέλεσε έκτοτε υψηλό στόχο αναρίθμητων περιβαλλοντιστών κάθε ειδικότητος.

Η σύσκεψη του Wingspread δεν ήταν σε καμία περίπτωση αυτή που γέννησε την ιδέα της αρχής της προφύλαξης . Αρκετά πριν το 1998 υπήρξαν πρώιµες διακηρύξεις και εφαρµογές αυτής της αρχής.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση και Αρχή της Προφύλαξης

Η Αρχή της Προφύλαξης (The Precautionary Principle ) αναφέρεται στο άρθρο 191 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στόχος της είναι να διασφαλίσει υψηλό επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος μέσω προληπτικής λήψης αποφάσεων σε περιπτώσεις κινδύνου. Ωστόσο στην πράξη το πεδίο εφαρμογής της αρχής της προφύλαξης είναι ευρύτερο και εκτείνεται επίσης στον τομέα της πολιτικής για τους καταναλωτές, στη νομοθεσία της  Ευρωπαϊκής Ένωσης για τα είδη διατροφής και στην υγεία των ανθρώπων, των ζώων και των φυτών.

Ο ορισμός της αρχής της προφύλαξης πρέπει επίσης να έχει θετικό αντίκτυπο σε διεθνές επίπεδο, ώστε να εξασφαλίζεται ικανοποιητικό επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος και της υγείας στις διεθνείς διαπραγματεύσεις. Η αρχή έχει αναγνωριστεί από διάφορες διεθνείς συμβάσεις, όπως για παράδειγμα στη συμφωνία για την εφαρμογή μέτρων υγειονομικής και φυτοϋγειονομικής προστασίας (SPS) που έχει συναφθεί στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ).

The Precautionary Principle  δηλώνει ότι: «εάν μια ενέργεια ή πολιτική έχει έναν ύποπτο κίνδυνο πρόκλησης σοβαρής βλάβης στο δημόσιο τομέα (όπως η γενική υγεία ή το περιβάλλον), και ελλείψει  επιστημονικής σχεδόν βεβαιότητας για την ασφάλεια της δράσης, το βάρος της απόδειξης σχετικά με την απουσία βλάβης πέφτει σε όσους προτείνουν τη δράση.»

Τι ορίζει η Αρχή της Προφύλαξης:

«Όταν µια δραστηριότητα δημιουργεί απειλές κατά της ανθρώπινης υγείας ή κατά του περιβάλλοντος, πρέπει να ληφθούν προφυλακτικά µέσα ακόµη και αν κάποιες σχέσεις αίτιου-αιτιατού δεν έχουν πλήρως τεκµηριωθεί επιστηµονικά ».

«Με αυτή την έννοια, ο υπέρµαχος µιας δραστηριότητας και όχι το κοινό, πρέπει να φέρει το βάρος της αποδείξεως».

«Η διαδικασία εφαρµογής της αρχής της προφύλαξης πρέπει να είναι ανοικτή, στοιχειοθετηµένη και δηµοκρατική και πρέπει να περιλαµβάνει όλα τα εν δυνάµει βλαπτόµενα µέρη. Επίσης πρέπει να περιλαµβάνει την εξέταση ενός µεγάλου εύρους εναλλακτικών λύσεων, ακόµη και την µη δράση».

Σύμφωνα πάντα με την ανακοίνωση της επιτροπής της Ε.Ε για την αρχή της προφύλαξης  αναφέρονται και τα παρακάτω:

Η αρχή της προφύλαξης είναι ιδιαίτερα συναφής με τη διαχείριση του κινδύνου. Η αρχή της προφύλαξης, που χρησιμοποιείται κυρίως από τους υπευθύνους λήψης αποφάσεων κατά τη διαχείριση του κινδύνου, δεν πρέπει να συγχέεται με το στοιχείο της σύνεσης που οι επιστήμονες εφαρμόζουν όταν αξιολογούν τα  επιστημονικά δεδομένα.

Η προσφυγή στην αρχή της προφύλαξης προϋποθέτει ότι έχουν προσδιοριστεί τα δυνητικά επικίνδυνα αποτελέσματα ενός φαινομένου, προϊόντος ή διεργασίας και ότι η επιστημονική αξιολόγηση δεν επιτρέπει τον προσδιορισμό του κινδύνου με επαρκή βεβαιότητα.

Η υιοθέτηση μιας προσέγγισης που θα βασίζεται στην αρχή της προφύλαξης πρέπει να ξεκινά με μια επιστημονική αξιολόγηση, όσο το δυνατόν πληρέστερη, και όπου είναι δυνατόν, να προσδιορίζει σε κάθε στάδιο το βαθμό της επιστημονικής αβεβαιότητας.

Οι υπεύθυνοι λήψης αποφάσεων πρέπει να γνωρίζουν το βαθμό αβεβαιότητας που χαρακτηρίζει τα αποτελέσματα της αξιολόγησης των διαθέσιμων επιστημονικών στοιχείων. Η κρίση σχετικά με το ποιο είναι «αποδεκτό» επίπεδο κινδύνου για την κοινωνία είναι κατ’εξοχήν πολιτική ευθύνη.

Οι υπεύθυνοι λήψης αποφάσεων που βρίσκονται αντιμέτωποι με ένα απαράδεκτο κίνδυνο, με επιστημονική αβεβαιότητα και με  τις ανησυχίες της κοινής γνώμης έχουν καθήκον να δώσουν απαντήσεις. Συνεπώς όλοι αυτοί οι παράγοντες πρέπει να λαμβάνονται υπόψη.

Η προσφυγή στην αρχή της προφύλαξης

Σύμφωνα με την Ε.Ε μπορεί να γίνει επίκληση της αρχής της προφύλαξης όταν ένα φαινόμενο, ένα προϊόν ή μία διεργασία ενδέχεται να έχει επικίνδυνα αποτελέσματα, τα οποία έχουν προσδιοριστεί μέσω επιστημονικής και αντικειμενικής αξιολόγησης, εάν η αξιολόγηση αυτή δεν επιτρέπει να προσδιοριστεί ο κίνδυνος με επαρκή βεβαιότητα.

Η προσφυγή στην αρχή της προφύλαξης εντάσσεται συνεπώς στο γενικό πλαίσιο της ανάλυσης του κινδύνου (που περιέχει εκτός από την αξιολόγηση του κινδύνου, τη διαχείριση του κινδύνου και την κοινοποίηση του κινδύνου), και ειδικότερα στο πλαίσιο της διαχείρισης του κινδύνου που αντιστοιχεί στο στάδιο της λήψης αποφάσεων.

Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι δεν μπορεί να γίνει προσφυγή στην αρχή της προφύλαξης παρά μόνο στην υποθετική περίπτωση ενός δυνητικού κινδύνου και ότι σε καμία περίπτωση δεν μπορεί αυτό να δικαιολογήσει την αυθαίρετη λήψη αποφάσεων.

Η προσφυγή στην αρχή της προφύλαξης δεν δικαιολογείται παρά μόνο εφόσον πληρούνται τρεις προηγούμενες προϋποθέσεις:

  • ο εντοπισμός δυνητικά αρνητικών αποτελεσμάτων·
  • η αξιολόγηση των διαθέσιμων επιστημονικών δεδομένων·
  • η έκταση της επιστημονικής αβεβαιότητας.

The Precautionary Principle κατά τον Nassim Nicholas Taleb

Κατά τον Nassim Nicholas Taleb, η αρχή της προφύλαξης (PP) προορίζεται να αντιμετωπίσει την αβεβαιότητα και τον κίνδυνο σε περιπτώσεις όπου η απουσία αποδεικτικών στοιχείων και η ελλιπής επιστημονική γνώση έχει βαθιές επιπτώσεις και παρουσιάζει περιπτώσεις κινδύνων «μαύρων κύκνων», γεγονότων δηλαδή απρόβλεπτων και ολιγοπιθανολογικών με ακραίες συνέπειες. Ο Τάλεμπ τυποποιεί και τοποθετεί την αρχή της προφύλαξης στη στατιστική και πιθανολογική δομή των προβλημάτων καταστροφής, όπου ένα σύστημα κινδυνεύει από ολική αποτυχία, και αντί  της παραμέτρου του κινδύνου, χρησιμοποιεί μια τυπική προσέγγιση βασισμένη στην ευθραυστότητα (ευαισθησία σε βλάβη μη γραμμικής απόκρισης)

Ο σκοπός της μελέτης του Nassim Nicholas Taleb, είναι να τοποθετήσει την έννοια της προφύλαξης σε μια επίσημη δομή  στατιστικής και ανάλυσης κινδύνου. Στόχος της μελέτης είναι να επιτρέψει στους υπευθύνους λήψης αποφάσεων να διακρίνουν ποιές περιστάσεις απαιτούν τη χρήση της PP και σε ποιες περιπτώσεις η  επίκληση της PP είναι ακατάλληλη και σύμφωνα με την παράμετρο «χρόνος» θα εφαρμοστεί κατά τρόπο υπερβολικής προσέγγισης, εξαλείφοντας την ικανότητα ανάληψης εύλογων κινδύνων που απαιτούνται για το άτομο ή για μια κοινωνία. Η αδιάκριτη χρήση της αρχής της προφύλαξης μπορεί να θέσει περιορισμούς σε ανάληψη κατάλληλων σε συνολικό όφελος κινδύνων, ταυτόχρονα δε η αναστολή της χρήσης αυτής, σε περιπτώσεις που είναι ζωτικής σημασίας, μπορεί να αυξήσει το σφάλμα κινδύνου. Γίνεται δε διάκριση των κινδύνων σε τοπικούς και παγκόσμιους.

Χωρίς να αυθαιρετώ στην ερμηνεία της αρχής της προφύλαξης κατά Taleb κατατάσσω την πανδημία Covid-19 σε παγκόσμιο κίνδυνο και ιδιαίτερα σε κίνδυνο της Δύσης αφού τα στατιστικά δεδομένα θανάτων τείνουν στις ΗΠΑ να ξεπεράσουν τους θανάτους του  Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου και στην Ελλάδα έχουν ξεπεράσει τους θανάτους του Ελληνο-Ιταλικού πολέμου του 1940

Δεδομένου ότι υπάρχουν μαθηματικοί περιορισμοί στην προβλεψιμότητα του αποτελέσματος ενός περίπλοκου συστήματος όπως είναι η υπερμετάδοση του ιού, το κεντρικό ζήτημα που πρέπει να επικοινωνηθεί αρκούντως είναι οτι σε καθημερινές πολυάνθρωπες διαδηλώσεις ή συγκεντρώσεις, η απειλή βλάβης δεν είναι καλοήθως περιορισμένη αλλά έχει εκτεταμένες συνέπειες ακόμα και σε μια ολόκληρη χώρα ακόμα και σε ανθρώπους που δεν λαμβάνουν μέρος σε αυτές. Οι επιστημονικές αναλύσεις έχουν ισχυρά προσδιορίσει ότι ο κίνδυνος υπερμετάδοσης είναι συστημικός, δηλαδή αξιολογώντας τη συνδεσιμότητα του πλήθους με τη διάδοση της βλάβης –πάντα με τη σκοπιά ενός συστήματος- η εμβέλεια των συνεπειών μπορεί να υπερβεί κατά πολύ τις προβλέψεις και ο κίνδυνος να χαρακτηρίζεται πλέον ως συστηματικός και εσκεμμένος. Είναι επιτακτική λοιπόν ανάγκη η συνάφεια της αρχής της προφύλαξης σήμερα να είναι μεγαλύτερη από ό,τι άλλες φορές στο παρελθόν και να λειτουργήσει σαν μόνωση απέναντι σε αυτό τον θανατηφόρο ιό.  

Η αποτροπή του κινδύνου αλλά και η αναζήτηση κινδύνου είναι και οι δύο αρκετά μελετημένες ανθρώπινες συμπεριφορές. Ωστόσο, είναι σημαντικό να διακρίνουμε ότι η αρχή της προφύλαξης ούτε πρέπει να χρησιμοποιείται αφελώς για να δικαιολογήσει οποιαδήποτε πράξη υπερβολικής προσοχής, ούτε να απορρίπτεται με ελαφρά καρδιά από εκείνους που επιθυμούν να ρισκάρουν για τους εαυτούς τους ή και για όλους τους υπόλοιπους.

Η εύστοχη σε χρόνο ανάληψη της αρχής της προφύλαξης γεφυρώνει το κενό μεταξύ της προφύλαξης και του προστατευτισμού,  χρησιμοποιώντας την ικανότητα να αξιολογεί τη διαφορά μεταξύ τοπικών η εκτεταμένων κινδύνων που μπορεί να χρωματιστούν και ως καταστροφή.

Τελευταία εκφράστηκε, από αρκετούς, η άποψη ότι είναι ψευδαίσθηση να ζούμε χωρίς ρίσκο. Όμως κάθε φορά που σκεφτόμαστε έτσι σε τόσο σοβαρά θέματα όπως η Δημόσια Υγεία ας σκεφτούμε και ότι κάθε φορά που φοράµε τη ζώνη ασφαλείας στο αυτοκίνητο μας ή στο αεροπλάνο  εφαρµόζουµε την αρχή της προφύλαξης. Κάθε φορά που εμβολιαζόμαστε εφαρμόζουμε την αρχή της προφύλαξης.

Γιατί λοιπόν τη στιγμή που ομιλούμε περί κοινωνικού Κράτους και Κράτους πρόνοιας αντί  να προσφέρουμε καθοδήγηση στην επίτευξη του, αποτυγχάνουμε να το κάνουμε, επειδή καταδικάζουμε με τις μαζικές υποκινήσεις και διαδηλώσεις εκείνα τα στάδια τα οποία προϋποθέτει η δημιουργία του ? Γιατί αυξάνουμε  την αβεβαιότητα αιτίας – αιτιατού? Γιατί δεν προλαμβάνουμε με τις ενέργειες μας σε καιρούς κρίσιμους έστω και υποψίες εκτεταμένων ανθρωπίνων βλαβών?

Η προσέγγιση της «Υγείας» δεν πρέπει να ταυτίζεται µε τις καθιερωµένες προσεγγίσεις, οι οποίες εστιάζονται στα χειροκροτήματα, στις ψήφους, στη µέτρηση και την διαχείριση του κινδύνου ( risk management) αλλά θα πρέπει περισσότερο να επικεντρώνεται στην διαχείριση της πρόληψη του κινδύνου. ( risk prevention management). To risk prevention management  αναγνωρίζει την επιστηµονική αβεβαιότητα, αρκείται στην εύλογη υποψία, στις αποχρώσες ενδείξεις αντί να περιμένει την «απόδειξη». Σε επίμαχα θέματα, όπως αυτό της Δημόσιας  Υγείας  οφείλουμε να δίνουμε ιδιαίτερη εστίαση στην παράμετρο «Ελαχιστοποίηση κινδύνων»

Η ελαχιστοποίηση του κινδύνου είναι η διαδικασία μείωσης της πιθανότητας ή  και του αντίκτυπου ενός κινδύνου όσο το δυνατόν χαμηλότερα. Αυτό βέβαια μπορεί να έχει ιδιαίτερο οικονομικό κόστος.  Για παράδειγμα, μπορεί να κοστίσει 10 € για να μειωθεί ένας κίνδυνος κατά 95%, αλλά 400.000 € για να μειωθεί ο ίδιος κίνδυνος από το 95% στο 99,8%. Για το λόγο αυτό, είναι σπάνια η λέξη «ελαχιστοποίηση» στο πλαίσιο της διαχείρισης κινδύνων. Ωστόσο, ορισμένοι κίνδυνοι ελαχιστοποιούνται ανεξάρτητα από το κόστος. Για παράδειγμα, ο σχεδιασμός μιας καθολικής καραντίνας όπως αυτή του Μάρτιου του 2020 είχε ως σκοπό να ελαχιστοποιήσει τον κίνδυνο. Φυσικά κανένας κίνδυνος δεν αποτρέπεται αλλά βαίνει μειούμενος  καθώς ένας υπολειπόμενος κίνδυνος πάντα θα παραμένει στο ποσοστό που θα είναι ελεγχόμενος και διαχειρίσιμος.

Η πρόληψη και η διαχείριση κινδύνων έχουν τους ίδιους  βασικούς στόχους και μεθόδους. Ο όρος πρόληψη κινδύνων χρησιμοποιείται συχνότερα σε τομείς όπου ο κίνδυνος έχει σαφώς αρνητικές έννοιες όπως στην υγεία, την ασφάλεια και την πρόληψη του εγκλήματος. Ο όρος διαχείριση κινδύνωνχρησιμοποιείται όταν ο κίνδυνος έχει τόσο θετικές όσο και αρνητικές συμβολές, όπως στις επιχειρήσεις και στις επενδύσεις.

Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση πρόληψης κινδύνου του δρ John Snow, ο οποίος το 1854 συνέστησε στις αρχές του Λονδίνου να αφαιρέσουν το χερούλι της υδραντλίας ενός κοινόχρηστου πηγαδιού προκειμένου να σταματήσει µία επιδηµία χολέρας. Οι αποδείξεις για την σχέση ανάμεσα στην µετάδοση της χολέρας και στην επαφή µε το χερούλι της αντλίας απείχαν εκείνη την εποχή από το να είναι «συντριπτικές». Ωστόσο, αυτό το απλό και ανέξοδο προληπτικό µέτρο έσωσε πάρα πολλές ζωές.

Ένα άλλο πιο δραµατικό παράδειγµα, όπου δεν εφαρµόστηκε η αρχή της προφύλαξης, είναι η περίπτωση του αµιάντου. Πολύ προτού γίνει γνωστό ότι ο αµίαντος είναι η κύρια αιτία του µεσοθηλιώµατος, µιας ασθένειας µε πολύχρονη εκκολαπτική περίοδο, η οποία όµως προκαλεί το θάνατο µέσα σε ένα µόλις χρόνο από τη  στιγµή που θα εκδηλωθεί, υπήρχαν πολυάριθµες προειδοποιήσεις για την βλαπτικότητα του αµιάντου. Η παλαιότερη από αυτές προήλθε το 1898 από µια Βρετανή επιθεωρητή εργοστασίου, την Lucy Deane, η οποία προειδοποίησε για τα «κακά» αποτελέσµατα της σκόνης αμιάντου. Παρά το ότι η πρώτη αυτή προειδοποίηση ακολουθήθηκε από µια σωρεία αναλόγων, αλλά πιο τεκµηριωµένων, λόγω της εξέλιξης της επιστήµης, διαπιστώσεων, ο αµίαντος απαγορεύτηκε στην ΕΕ μόλις το 1998. Μία Ολλανδική µελέτη εκτιµά ότι, αν η απαγόρευση του αµιάντου ίσχυε από το 1965, όταν η σχέση αµιάντου-µεσοθηλιώµατος εθεωρείτο πιθανή, αλλά δεν ήταν επιβεβαιωµένη, µόνο στην Ολλανδία θα σώζονταν 34.000 ζωές και θα εξοικονοµούνταν έξοδα καθαρισµού και αποζηµιώσεις ύψους 19 δις ευρώ!

Οφείλουµε ωστόσο να τονίσουµε για άλλη μια φορά πως η ενεργοποίηση της αρχής της προφύλαξης δεν πρέπει να γίνεται για «ψύλλου πήδηµα» επειδή πολλοί ισχυρίζονται ότι εμπεριέχει μια βάση προστατευτισμού. Ειδικά όμως στο θέμα της Δημόσιας Υγείας  όταν οι κίνδυνοι οι οποίοι διαβλέπονται είναι ηθικά απαράδεκτοι πρέπει να δημιουργηθεί ένα ειδικό πρωτόκολλο και να ενεργοποιείται άμεσα η αρχή της προφύλαξης, έτσι όπως το πρωτόκολλο θα την ορίζει. Ως ηθικά απαράδεκτοι θεωρούνται οι κίνδυνοι που µπορεί να επιφέρουν σοβαρές βλάβες για τον άνθρωπο ή το περιβάλλον, µη-αναναστρέψιμες βλάβες, παγκόσμιες μη-αναστρέψιμες βλάβες ή ακόµη βλάβες που εκτείνονται πέραν της µιας γενιάς.

Θα κλείσω με κάποια λόγια του Νίτσε, που ως χρόνια υποφέρων από βαριές ημικρανίες είπε : «Ο ασθενής είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τον υγιή. Δεν είναι από τον πιο δυνατό που γίνεται η ζημιά σε έναν δυνατό άνθρωπο, αλλά από τον πιο αδύνατο» 

Πηγές:

1. The Precautionary Principle: Fragility and Black Swans from Policy Actions , Nassim Nicholas Taleb, Yaneer Bar-Yam†, Raphael Douady‡, Joseph Norman†, Rupert Read

School of Engineering, New York University †New England Complex Systems Institute

‡ Institute of Mathematics and Theoretical Physics, C.N.R.S., Paris

§School of Philosophy, University of East Anglia

2. Η Αρχή της προφύλαξης ως θεμελιώδης επιταγή της Ηθικής τυ περιβάλλοντος.

Α.Ι. Μαρούλης και Κ.Π. Χατζηαντωνίου-Μαρούλη Αριστοτέλειο Πανεπιστήµιο Θεσσαλονίκης, Τµήµα Χηµείας.

 3. https: // eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/?uri=LEGISSUM%3Al32042

 4. https:// nomosphysis.org.gr


Δεν υπάρχουν σχόλια: