...οι ιστορίες μας περί προσφύγων είναι συνήθως από ανατολικά, ποιος είπε ότι δεν υπάρχουν παρόμοιες ιστορίες και στα δυτικά μας??
Την ιστορία της ζωής του, περιγράφει παρακάτω Ο Καντονά, και αν δεν τον θυμάστε καιρός να ανακατέψετε τα κύτταρα του μυαλού σας, όπως έκανα κι εγώ.
Άσχετο , αλλά μην σας παρασύρουν, λέγοντας σας, ότι τα μόνα τρελλά νερά, είναι αυτά της Χαλκίδας....
«Το ποδόσφαιρο δίνει νόημα στη ζωή σου. Αλήθεια το πιστεύω αυτό.
Αλλά η ζωή σου, η ιστορία σου, η ουσία σου, επίσης δίνουν νόημα στο
ποδόσφαιρο.
Θα
μιλήσω για κάποια πράγματα για τα οποία δεν συζητάω σχεδόν ποτέ. Θέλω
να σας πω μια ιστορία που διαμόρφωσε όλα όσα είμαι.Συνέβη πριν καν
γεννηθώ.
Πρέπει να πάμε πίσω στο 1939, κατά τη διάρκεια του Ισπανικού Εμφύλιου.
Ο παππούς (από την πλευρά της μητέρας μου) ήταν από τη Βαρκελώνη και πολέμησε κατά του δικτάτορα Φράνκο μέχρι τέλους.
Στο τέλος του πολέμου, ήταν καταζητούμενος και είχε μόνο λίγα λεπτά
για να αποδράσει πριν καταλάβει την πόλη ο στρατός των φασιστών.
Έπρεπε να περάσει τα Πυρηναία όρη με τα πόδια για να φτάσει στη
Γαλλία και δεν είχε χρόνο για κανονικούς αποχαιρετισμούς. Αυτό ήταν το
τέλος. Ζωή ή θάνατος.
Έτσι, λίγο πριν φύγει, πήγε και βρήκε το κορίτσι του, και τη ρώτησε:
«Είσαι έτοιμη να με ακολουθήσεις;»
Ήταν 28 ετών. Εκείνη, 18. Έπρεπε να αφήσει πίσω την οικογένεια, τους φίλους της, τα πάντα.
Αλλά του είπε: «Ναι, φυσικά!»
Αυτή ήταν η γιαγιά μου.
Έζησαν στα στρατόπεδα προσφύγων στη γαλλική ακτογραμμή. Εκεί υπήρχαν πάνω από 100.000 Ισπανοί πρόσφυγες.
Μπορείτε να φανταστείτε τι θα τους συνέβαινε αν δεν τους δέχονταν οι Γάλλοι;
Αλλά όχι, έδειξαν συμπόνια.
Η ανθρωπότητα πρέπει να δείχνει πάντα συμπόνια σε αυτούς που υποφέρουν.
Οι παππούδες μου δεν είχαν τίποτα όταν έφτασαν. Έπρεπε να αρχίσουν τις ζωές τους από την αρχή.
Αλλά μετά από λίγο καιρό, δόθηκε η ευκαιρία στους πρόσφυγες να
δουλέψουν στην κατασκευή ενός φράγματος στο Saint-Etienne-Cantales.
Αυτή είναι η ζωή του πρόσφυγα. Πας εκεί που πρέπει και κάνεις αυτό που πρέπει. Και έτσι πήγαν. Και έφτιαξαν τη ζωή τους.
Η μητέρα μου γεννήθηκε εκεί μετά από λίγα χρόνια και τελικά η οικογένεια μετακόμισε στη Μασσαλία.
Αυτή η ιστορία τρέχει στο αίμα μου. Με διαμόρφωσε σαν άνθρωπο.
Αλλά υπήρχε στο μυαλό μου μόνο σαν όνειρο.
Δεν υπήρχαν φωτογραφίες αυτής της μάχης, μόνο ιστορίες. Δεν υπήρχε
κάτι που μπορούσες να αγγίξεις, να δεις, από εκείνη την εποχή.
Αλλά το 2007, η διάσημη «Μεξικάνικη Βαλίτσα» του φωτογράφου Robert Capa βρέθηκε σε ένα σπίτι στο Μέξικο Σίτι.
Μέσα στα παλιά κουτιά, υπήρχαν 4,500 αρνητικά από τον Ισπανικό
Εμφύλιο, τα οποία αγνοούνταν για πάνω από 60 χρόνια. Κανείς δεν ξέρει
πώς βρέθηκαν στο Μεξικό.
Ήμουν πολύ περίεργος, κι έτσι όταν έγινε μια έκθεση αυτών των φωτογραφιών στη Νέα Υόρκη, πήγα με τη γυναίκα μου.
Οι περισσότερες φωτογραφίες ήταν απλά μικροσκοπικά αρνητικά. Χιλιάδες από αυτά. Έπρεπε να τα δεις κάτω από μεγεθυντικό φακό.
Αλλά μερικές φωτογραφίες στη μέση της έκθεσης ήταν τεράστιες. Σχεδόν
τρία μέτρα. Οι άνθρωποι στις φωτογραφίες ήταν στο πραγματικό τους
μέγεθος, ήταν λες και θα τους έπιανες αν άπλωνες το χέρι σου.
Και τότε είδα τον παππού μου.
|
Οι
πολεμικοί φωτορεπόρτερ Γκέρντα Τάρο και Ρόμπερτ Κάπα. Ο έρωτάς τους
γεννήθηκε στην πρώτη γραμμή. Εκεί όπου τελικά έχασαν και τη ζωή τους
Ήταν αδύνατον, όχι;
Αλλά ήταν εκεί, νέος. Ένιωθα πως ήταν αυτός, αλλά δεν ήμουν απόλυτα σίγουρος γιατί δεν τον είχα δει ποτέ τόσο νέο.
Έτσι, όταν η έκθεση ήρθε στη Γαλλία λίγους μήνες μετά, πήρα τη μητέρα μου για να δει τη φωτογραφία.
Και ήταν πάλι εκεί, νέος.
«Είναι στα αλήθεια αυτός;»
ρώτησα.
«Ναι, είναι αυτός. Είναι από τη στιγμή που έφευγαν στα βουνά»,
μου απάντησε.
Ήταν απίστευτο! Φανταστείτε να μην τα κατάφερνε ο παππούς μου.
Φανταστείτε να μην τον ακολουθούσε η γιαγιά μου. Ίσως τότε, η μητέρα μου
να μην υπήρχε ποτέ. Ίσως ούτε εγώ να υπήρχα.
Όμως, αυτή είναι η μισή ιστορία μας. Υπάρχει άλλη μια φωτογραφία που καθορίζει τη ζωή μου.
Οι παππούδες του πατέρα μου ήταν επίσης πρόσφυγες. Ήρθαν στη Γαλλία από τη Σαρδηνία για να γλιτώσουν από τη φτώχεια το 1911.
Τρία χρόνια μετά, ο προπάππους μου κλήθηκε να υπηρετήσει στον Α’
Παγκόσμιο Πόλεμο και εισέπνευσε τόσα αέρια που πέρασε τα τελευταία
χρόνια της ζωής του καπνίζοντας ευκάλυπτο για να μπορέσει να αναπνεύσει
καλύτερα.
Ο γιος του, ο παππούς μου, πολέμησε με τους Γάλλους στον Β’ Παγκόσμιο
Πόλεμο και όταν επέστρεψε από τον πόλεμο, δούλεψε ως οικοδόμος.
Αποταμίευσε αρκετά λεφτά ώστε να αγοράσει ένα κομμάτι γης στο λόφο της Μασσαλίας όταν ο πατέρας μου ήταν έφηβος.
Το οικόπεδο είχε μια μικρή σπηλιά. Έπρεπε να ζήσουν κάπου όσο ο παππούς μου έχτιζε το σπίτι, άρα τι έκαναν;
Απλό. Ζούσαν μέσα στη σπηλιά για δύο χρόνια. Το μόνο που είχαν για να ζεστάνουν τη σπηλιά ήταν ένας φούρνος.
Μοιάζει με αυτές τις ιστορίες που λένε οι οικογένειες «για τα παλιά
χρόνια», αλλά υπάρχει μια φωτογραφία από το χειμώνα του 1956 με τους
παππούδες και τον πατέρα μου στη σπηλιά, σκεπασμένους με κουβέρτες για
να ζεσταθούν.
Ο παππούς μου έχτισε το σπίτι σιγά – σιγά και στο τέλος έχτισε κι ένα σπίτι για τους γονείς μου.
Αυτό είναι το σπίτι στο οποίο μεγάλωσα. Αυτό κληρονόμησα. Αυτό είναι το αίμα μου.
Μια από τις πρώτες μου αναμνήσεις είναι να κουβαλάω δέκα σακιά με άμμο μέχρι το σπίτι πάνω στον λόφο, που φτιαχνόταν ακόμα.
Μόνο μετά από αυτό, με άφηναν να παίξω ποδόσφαιρο.
Κατά τη διάρκεια της μέρας, ο πατέρας μου έφτιαχνε το σπίτι και κατά τη διάρκεια της νύχτας σαν νοσοκόμος σε ψυχιατρική κλινική.
Αλλά ακόμα κι αυτό το κομμάτι της ιστορίας έχει ένα ιδιαίτερο νόημα.
Υπήρχε λόγος που ο πατέρας μου έγινε νοσοκόμος και δούλεψε στο συγκεκριμένο νοσοκομείο.
Ο νονός του ήταν ασθενής εκεί. Το όνομά του ήταν Sauveur και ήταν ο αδερφός του παππού μου.
Είχε πιαστεί αιχμάλωτος για πέντε χρόνια κατά τη διάρκεια του Β’
Π.Π. και μετά από αυτήν την τραυματική εμπειρία, εισήχθη στο νοσοκομείο
Edouard Toulouse.
Ο πατέρας μου ήταν υπερβολικά κοντά με τον Sauveur και αυτός ήταν ο λόγος που θέλησε να γίνει νοσοκόμος σε ψυχιατρείο.
Κατέληξε να δουλεύει στη μονάδα που νοσηλευόταν ο νονός του και τον περιποιούνταν κάθε βράδυ.
Αυτή είναι η οικογένειά μου. Αυτή είναι η ιστορία μου.
Έχω ζήσει σε όλο τον κόσμο. Για την ακρίβεια, την περασμένη
χρονιά αγόρασα μια αγροτική έκταση στη Σαρδηνία για να επανενωθώ με την
ιστορία της οικογένειάς μου.
Θα αγαπώ όμως για πάντα τη Μασσαλία με όλη μου την καρδιά χάρη σε
αυτές τις αναμνήσεις που με διαμόρφωσαν. Θα είναι για πάντα η πόλη μου.
Όταν με ρωτούν γιατί έπαιξα ποδόσφαιρο με αυτόν τον τρόπο, αυτή είναι η απάντηση.
Το ποδόσφαιρο δίνει νόημα στη ζωή, ναι, αλλά και η ζωή δίνει νόημα στο ποδόσφαιρο.
Σχεδόν ποτέ δεν λέω αυτές τις προσωπικές ιστορίες, ειδικά αυτή για το νονό του πατέρα μου. Είναι πολύ δύσκολο.
Όταν μιλάω γι’ αυτό, είναι λες και μου μιλάνε οι άγγελοι.
Μοιράζομαι όμως μερική από την ιστορία μου για έναν σημαντικό λόγο.
Ζούμε σε μια εποχή φτώχειας, πολέμου και μετανάστευσης.
Υπάρχουν πολύ περισσότεροι άνθρωποι που δεν μπορούν να αγοράσουν μια
μπάλα ποδοσφαίρου από αυτούς που μπορούν να πληρώσουν 200€ για να
παρακολουθήσουν από κοντά ένα ματς της Premier League ή 400€ το χρόνο
για να τη δουν στην τηλεόραση.
Το ποδόσφαιρο είναι ένας από τους μεγάλους δασκάλους της ζωής. Μια από τις μεγαλύτερες εμπνεύσεις.
Αλλά το τρέχον επιχειρηματικό μοντέλο του αγνοεί τεράστιο κομμάτι του κόσμου.
Οι φτωχές γειτονιές χρειάζονται το ποδόσφαιρο όσο και το ποδόσφαιρο χρειάζεται τις φτωχές γειτονιές.
Πρέπει να στηρίξουμε ένα ποδόσφαιρο πιο θετικό, που περιλαμβάνει τους πάντες και θα κάνω τα πάντα για να βοηθήσω.
Γι’ αυτό συμμετέχω στο κίνημα «Common Goal» ως ο πρώτος μέντορας.
Η αποστολή του «Common Goal» είναι να δώσει το 1% του τζίρου της
παγκόσμιας βιομηχανίας ποδοσφαίρου σε ποδοσφαιρικές φιλανθρωπίες, και
ήδη πάνω από 60 ποδοσφαιριστές έχουν προσφέρει το 1% του μισθού τους.
|
Ερίκ Καντονά: Ποιο είναι το νόημα της ζωής;
Το πιο ωραίο είναι ότι πρόκειται για παίκτες από τις μεγάλες ομάδες, άντρες και γυναίκες, από πρωταθλήματα απ’ όλο τον κόσμο.
Το ποδόσφαιρο είναι για τους ανθρώπους. Κι αυτό δεν πρέπει να είναι
μια ουτοπία. Όλοι μας, πλούσιοι ή φτωχοί, μετανάστες ή πολίτες δέκατης
γενιάς, βρίσκουμε την ίδια χαρά στο παιχνίδι που λέγεται
ποδόσφαιρο. Μιλάμε την ίδια γλώσσα, έχουμε το ίδιο αίσθημα.
Με ρωτάνε όλη την ώρα τις ίδιες ερωτήσεις για την καριέρα μου:
«Πώς είναι να παίζεις σε αυτή τη Γιουνάιτεντ; Γιατί τα πήγες τόσο καλά;»
Ο κόσμος περιμένει κάποια περίπλοκη απάντηση. Θέλουν κάποιο μυστικό νομίζω. Αλλά η απάντηση είναι πολύ απλή.
Ο Sir Alex Ferguson ήταν εξπέρ σε ένα πράγμα. Κάθε φορά που μπαίναμε
στο γήπεδο για ένα ματς, μετά από ώρες και ώρες δουλειάς, μας άφηνε να
είμαστε ελεύθεροι.
Νιώθαμε απόλυτη ελευθερία να κινηθούμε και να παίξουμε όπως θέλουμε.
Δεν θα μπορούσα να παίξω ποδόσφαιρο με άλλο τρόπο.
Τι είναι το ποδόσφαιρο αν όχι ελευθερία;
Άρα αφήστε με παρακαλώ να κάνω αυτή την απλή ερώτηση σε αυτούς που «τρέχουν» το παιχνίδι.
Στους παίκτες, τους ατζέντηδες, τους χορηγούς και τις επιτροπές…
«Τι είναι το ποδόσφαιρο αν όχι ελευθερία; Ποιο είναι το νόημα της ζωής;»
Νομίζω πως μπορούμε να συμφωνήσουμε πως όλοι μπορούμε να κάνουμε περισσότερα για την ανθρωπότητα.
Τώρα ξέρετε την ιστορία μου.
«Προέρχομαι από μια οικογένεια μεταναστών, επαναστατών, στρατιωτών και εργατών».
Δεν είχαμε πολλά όταν ήμουν παιδί, αλλά για μένα, η αλήθεια της ζωής είναι ότι βρίσκαμε την έκσταση στις μικρές στιγμές.
Μπορεί ένα μικρό πικ-νικ με την οικογένειά μας. Τρία ζευγάρια κάλτσες γυρισμένα σε μορφή μπάλας και δεμένα με ένα κορδόνι.
Παίζαμε ποδόσφαιρο κάτω από τον ήλιο και μετά ξαπλώναμε στο χορτάρι. Εντυπωσιαζόμασταν με τα πάντα και με το τίποτα.
Όταν αποσύρθηκα από το ποδόσφαιρο στα 30 μου, ξέρετε τι έκανα; Έκανα κάτι πολύ σημαντικό για μένα.
Πήγα να ζήσω στην πόλη που έπρεπε να εγκαταλείψουν οι παππούδες μου το 1939. Πήγα να ζήσω στη Βαρκελώνη».
Το γράμμα όπως δημοσιεύτηκε ακριβώς πριν από ένα χρόνο στο «The Players’ Tribune»